Εφετείου Θεσσαλονίκης 2051/2010
Πρόεδρος: Απόστολος Παπαγεωργίου, Πρόεδρος Εφετών
Εισηγητής: Σωκράτης Πλαστήρας, Εφέτης
Δικηγόροι: Αθανάσιος Μασούρας - Ιωάννης Ταούλας
Δημιούργημα της σύγχρονης οικονομίας αποτελεί η σύμβαση δικαιόχρησης
(franchising), δηλαδή η σύμβαση διαρκούς συνεργασίας μεταξύ δύο ανεξάρτητων
επιχειρήσεων που από άποψη οικονομικής λειτουργίας συνιστά μία μέθοδο προώθησης προϊόντων ή υπηρεσιών (marketing), βάσει της οποίας η μία
επιχείρηση (δικαιοπάροχος ή δότης-franchisor) παραχωρεί στην άλλη (δικαιοδόχο
ή λήπτρια-franchisee), για ορισμένο ή αόριστο χρονικό διάστημα, έναντι άμεσου
ή έμμεσου οικονομικού ανταλλάγματος, το δικαίωμα εκμετάλλευσης του λεγόμενου
«συνόλου» ή «πακέτου» δικαιόχρησης, με σκοπό την πώληση συγκεκριμένου τύπου
προϊόντων ή υπηρεσιών σε τελικούς χρήστες. Ως «πακέτο» δικαιόχρησης νοείται
ένα σύνολο δικαιωμάτων βιομηχανικής ή πνευματικής ιδιοκτησίας, τα οποία
αφορούν εμπορικά σήματα ή επωνυμίες, διακριτικά γνωρίσματα καταστημάτων,
πρότυπα χρήσης, σχέδια, ευρεσιτεχνίες, υποδείγματα και τεχνογνωσία ή και άλλα
συμβατικά δικαιώματα, όπως δικαιώματα προμήθειας προϊόντων από συγκεκριμένους παραγωγούς, δικαιώματα χρήσης και εκμετάλλευσης καταστημάτων, εξοπλισμού κ.λπ. Με τη σύμβαση δικαιόχρησης εντάσσεται ο λήπτης αυτής σε ένα ενιαίο σύστημα διανομής, το οποίο χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό ομοιομορφίας προς τα έξω των επιχειρήσεων (καταστημάτων), οι οποίες είναι ενταγμένες στο ίδιο
σύστημα δικαιόχρησης. Όπως συνάγεται από την κατά τα προδιαληφθέντα φύση της
σύμβασης δικαιόχρησης (franchising) ως σχέσης διαρκούς συνεργασίας, η σύμβαση
αυτή αποτελεί σύμβαση-πλαίσιο, μεικτού χαρακτήρα, με την οποία ρυθμίζονται οι
κύριες υποχρεώσεις των μερών στα πλαίσια της αρχής της ελευθερίας των
συμβάσεων (άρθρο 361 του ΑΚ) και η οποία δεν ρυθμίζεται ειδικά από τον νόμο
στο επίπεδο του εσωτερικού δικαίου (βλ. όμως Κανονισμό 4087/1988 στο επίπεδο
του κοινοτικού δικαίου, με αντίστοιχους ορισμούς, ο οποίος ίσχυε μέχρι
31.5.2000 και ήδη καταργήθηκε με το άρθρο 12 του Κανονισμού 2790/1999, ο
οποίος όμως δεν ρυθμίζει πλέον ειδικώς τις συμβάσεις δικαιόχρησης), περιέχει
δε στοιχεία περισσότερων συμβάσεων, όπως μίσθωσης προσοδοφόρου αντικειμένου
(άρθρα 638 επ. ΑΚ), σύμβασης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών (άρθρα 648 επ. ΑΚ) και εντολής (άρθρα 713 επ. ΑΚ). Η εκπλήρωση των διαφόρων εκατέρωθεν
υποχρεώσεων που προβλέπονται στη σύμβαση δικαιόχρησης προϋποθέτει πολλές
φορές τη σύναψη ειδικότερων εκτελεστικών συμβάσεων, όπως π.χ. πώλησης του
αναγκαιούντος εξοπλισμού για τη λειτουργία του συγκεκριμένου καταστήματος
πώλησης, προμήθειας των συμβατικών εμπορευμάτων, πρώτων υλών κ.λπ. Τόσο η
αναγκαιότητα κατάρτισης όσο και το ειδικότερο περιεχόμενο των πιο πάνω εκτελεστικών συμβάσεων μπορούν να καθορισθούν μόνο με βάση τις συγκεκριμένες
ανάγκες που προκύπτουν στα πλαίσια της συνεργασίας μεταξύ των μερών (βλ. Δπ.
Γεωργιάδη, Νέες μορφές συμβάσεων της σύγχρονης οικονομίας, έκδ. 1998, σελ. 187 επ., 198 επ., Λιακόπουλο, Βιομηχανική Ιδιοκτησία, έκδ. 2000, σελ. 541-542, ΔΕΚ, Υπόθεση Pronuptia, Συλλογή 1986, σελ. 353 επ., 381, Κανονισμός Επιτροπής ΕΟΚ αριθμ. 4087/1988 της 30.11.1988 «για την εφαρμογή του άρθρου 85 παρ. 3 ΣΕΚ σε κατηγορίες συμφωνιών franchise», EE 28.12.1980 L 359/46 επ., ΕφΑΘ 302/2006 ΔΕΕ 2006, 513, ΕφΘεσ 1043/1998 ΔΕΕ 1998,491 όπου και εφαρμογή του Κανονισμού 4087/1988).
Προκειμένου για σύμβαση franchising ορισμένου χρόνου, η λύση της επέρχεται
είτε με την παρέλευση του συμφωνηθέντος χρόνου είτε με την έκτακτη καταγγελία
της από τον συμβαλλόμενο, στο πρόσωπο του οποίου θεμελιώνεται δικαίωμα
καταγγελίας για σπουδαίο λόγο. Σπουδαίο λόγο, που δικαιολογεί την έκτακτη καταγγελία franchising ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατ` αρχήν η υπαίτια παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων από το ένα μέρος, καθώς και εκείνα τα περιστατικά τα οποία, σε συσχέτιση με τη φύση, τους σκοπούς και τις λειτουργίες της σύμβασης, καθιστούν κατά τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη επαχθή και μη ανεκτή για το ένα ή και αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη τη συνέχιση της συμβατικής δέσμευσης, όπως λ.χ. συμβαίνει όταν έχει εκλείψει η αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των μερών που καθιστά αδύνατη την περαιτέρω συνέχιση της εμπορικής τους συνεργασίας (βλ. Σουφλερό, Οι συμβάσεις franchising στο ελληνικό δίκαιο και στο κοινοτικό δίκαιο ανταγωνισμού, 1989, σ. 163 επ.). Αλλά και ανυπαίτιοι λόγοι μπορούν να θεμελιώνουν δικαίωμα έκτακτης καταγγελίας, εφόσον η συνέχιση της σύμβασης αντίκειται προφανώς στα εύλογα και δικαιολογημένα συμφέροντα του ενός μέρους. Οι έννομες συνέπειες, που απορρέουν από τη λύση του franchising, διαφοροποιούνται ανάλογα με τους λόγους που θεμελιώνουν το δικαίωμα καταγγελίας. Αν πρόκειται για περίπτωση έκτακτης καταγγελίας για ανυπαίτιο σπουδαίο λόγο, τότε το αντικείμενο των εκατέρωθεν υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μετά τη λύση της ενοχικής σχέσης συνίσταται κυρίως στην απόδοση των πραγμάτων, στην απόδοση (παύση) της χρήσης των δικαιωμάτων και των άλλων ωφελειών, που κατά τη διάρκεια της σύμβασης είχαν παραχωρηθεί από τον ένα αντισυμβαλλόμενο στον άλλο για χρήση και εκμετάλλευση.
Αντίθετα, η προβολή αξίωσης αποζημίωσης δεν είναι δυνατή. Τέτοια αξίωση
μπορεί να εγερθεί μόνο στην περίπτωση της έκτακτης καταγγελίας, οφειλόμενης
στην αντισυμβατική συμπεριφορά του καταγγελλόμενου μέρους. Επομένως, με βάση
τον λόγο της καταγγελίας μπορούν από τη σύμβαση franchising να απορρέουν,
αφενός αξιώσεις απόδοσης με διεκδικητικό χαρακτήρα, αφετέρου αξιώσεις αποζημίωσης. Οι τελευταίες θα αναφέρονται στην αποκατάσταση κυρίως του
θετικού διαφέροντος και ιδίως του διαφυγόντος κέρδους. Καταγγελία που έγινε
χωρίς σπουδαίο λόγο ή με επίκληση τέτοιου λόγου (που αποδείχθηκε μεταγενέστερα είτε μη σπουδαίος είτε αναληθής) είναι άκυρη και γι` αυτό δεν επιφέρει τη λήξη της διαρκούς σύμβασης.
Στην περίπτωση αυτή, εκείνος που προέβη στην καταγγελία καθίσταται υπερήμερος
δανειστής ως προς την προσφερόμενη παροχή του άλλου και οφείλει τη δική του
παροχή (βλ. Δ. Γεωργιάδη, ό.π., σελ. 228-229, 240, γενικότερα Μ. Σταθόπουλο,
Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, έκδ. 2004, παρ. 19, παρ. 21, σελ. 1102 επ., 1185 επ., Δ. Γεωργιάδη, Η σύμβαση franchising, NoB 39, 193, τον ίδιο, Η ανώμαλη εξέλιξη της σύμβασης franchising, ΕπισκΕΔ 1996, 247 επ.,Χ. Θεμελή, Η σύμβαση franchising, Αφιέρωμα στον Κ. Βαβούσκο, τ. Β`, 1990, 116, ΕφΘεσ 1611/2010 αδημ., ΕφΑθ 2817/2007 Αρμ 2008, 576, ΕφΑΘ 5916/2006 ΔΕΕ 2007, 221, ΕφΑΘ 8572/2006 ΔΕΕ 2007, 609, ΕφΘεσ 1043/1998 ΔΕΕ 1998, 491, όπου και εφαρμογή του Κανονισμού 4087/1988).
Η σύμβαση δικαιόχρησης περιλαμβάνει για τον δικαιοπάροχο ή δότη τις παρακάτω υποχρεώσεις: α) την παραχώρηση στον λήπτη του δικαιώματος χρήσης και εκμετάλλευσης του «πακέτου» (δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας, τεχνογνωσίας
κ.λπ.), του οποίου το περιεχόμενο προσδιορίζεται επαρκώς στο κύριο μέρος της σύμβασης-πλαισίου, β) την ένταξη του λήπτη στο σύστημα με την παροχή σε αυτόν
της απαιτούμενης τεχνικής και οργανωτικής υποδομής και της ανάλογης εκπαίδευσης του, που μπορεί να επαναλαμβάνεται περιοδικά, γ) τον εφοδιασμό αυτού με πρώτες ύλες, έτοιμα ή ημιέτοιμα προϊόντα, ιδίως όταν αυτά παράγονται από τον δότη, δ) τη συνεχή υποστήριξη του λήπτη, καθόλη τη διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης, σε οργανωτικά, τεχνικά, χρηματοδοτικά ή άλλα θέματα, την ανάληψη της υποχρέωσης διαφήμισης των προϊόντων του συστήματος και της συντήρησης των μηχανημάτων και του εξοπλισμού του καταστήματος του λήπτη. Όλες αυτές οι υποχρεώσεις, παρά την αυτοτέλεια τους, αποτελούν επί μέρους εκδηλώσεις της γενικής υποχρέωσης του δικαιοπαρόχου ή δότη να μεριμνά για την οργανωτική και τεχνολογική ένταξη του λήπτη στο σύστημα, έτσι ώστε η λειτουργία του καταστήματος του τελευταίου να ανταποκρίνεται διαρκώς στα νέα δεδομένα της αγοράς και να έχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα κατά τη λειτουργία της επιχείρησης του. Από την άλλη πλευρά, στα πλαίσια της παραπάνω σύμβασης ο δικαιοδόχος ή λήπτης, ο οποίος πωλεί τα προϊόντα του συστήματος στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με ίδιο επιχειρηματικό κίνδυνο, έχει συνήθως τις παρακάτω υποχρεώσεις: α) την καταβολή εφάπαξ ποσού (entry fee) για την εκ μέρους του δότη παραχώρηση της χρήσης και εκμετάλλευσης της τεχνογνωσίας και των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας, β) την περιοδική καταβολή στον δότη ορισμένου ποσοστού από τις εισπράξεις των πωλήσεων καθόλη τη διάρκεια της σύμβασης (royalties), όπου δεν αποκλείεται να ορισθεί και ένα ελάχιστο όριο, ανεξαρτήτως εισπράξεων, γ) την ενεργό προώθηση των πωλήσεων με την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση της προσωπικής εργασίας και των άλλων μέσων που έχει στη διάθεση του ο λήπτης, δ) τη συνεισφορά του στην κοινή διαφήμιση του συστήματος και των προϊόντων που αφορά, ε) τη συμμόρφωση του στις οργανωτικές αρχές του συστήματος και ιδίως τον σεβασμό του στην αρχή της ομοιομορφίας, σύμφωνα με την οποία η σύνθεση, παρασκευή, τα χαρακτηριστικά
γνωρίσματα και γενικά η εικόνα (image) τόσο του καταστήματος όσο και των προϊόντων του συστήματος είναι ενιαία, ανεξάρτητα από τον τόπο ή την αγορά, στην οποία γίνεται η διάθεση τους, στ) την υποχρέωση του λήπτη να τηρεί το απόρρητο ως προς το εγχειρίδιο λειτουργίας του συστήματος που του παραχωρήθηκε από τον δότη, ζ) την υποχρέωση του λήπτη να μην διαθέτει ανταγωνιστικά προϊόντα καθόλη τη διάρκεια της σύμβασης και να προμηθεύεται από τον δότη ή από πρόσωπο που θα υποδείξει ο ίδιος τα συμβατικά προϊόντα (βλ. Δ. Γεωργιάδη, ό.π., σελ. 201-205, ΕφΑΘ 302/2006 ό.π., ΕφΑΘ 5916/2006 ό.π.).
Εξάλλου, η αρμόδια επιτροπή, μαζί με τον Κανονισμό (ΕΚ) 2790/1999 «για
την εφαρμογή του άρθρου 81 παρ. 3 της Συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες
κάθετων συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών», εξέδωσε ανακοίνωση-
κατευθυντήριες γραμμές για τους κάθετους περιορισμούς (Επ.Εφ C-291 της
13.10.2000, σελ. 1-44), που παρουσιάζουν τις αρχές αξιολόγησης των κάθετων
συμφωνιών. Στο δεύτερο τμήμα της ανακοίνωσης αυτής περιγράφονται οι κάθετες
συμφωνίες, που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81 παρ. 1 της
Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με το οποίο, σε συνδυασμό με την παράγραφο 2, είναι
αυτοδικαίως άκυρες (βλ. Κοτσίρη Α., Ευρωπαϊκό Εμπορικό Δίκαιο Ι, σελ. 443).
Τέτοιες κάθετες συμφωνίες είναι εκείνες που είναι ήσσονος σημασίας, επειδή
συνάπτονται μεταξύ επιχειρήσεων των οποίων το μερίδιο αγοράς στη σχετική
αγορά δεν υπερβαίνει το 10%. Στην περίπτωση, όμως, κατά την οποία περιλαμβάνουν αυστηρούς ανταγωνιστικούς κάθετους περιορισμούς της «μαύρης λίστας», που περιλαμβάνεται στο άρθρο 4 του Κανονισμού, μεταξύ των οποίων είναι και η συμφωνία για περιορισμό της δυνατότητας του αγοραστή να καθορίζει τις τιμές μεταπώλησης και την επιβολή πάγιας ή ελάχιστης τιμής μεταπώλησης από τον προμηθευτή στον αγοραστή, το άρθρο 81 παρ. 1 της ΣυνθΕΚ εφαρμόζεται και σε αυτές (βλ. σχετ. και άρθρο 1 παρ. 1 περ. α, 2 του Ν. 703/1977, ΣτΕ 128/2009 Δημ. ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή, τέτοιες κάθετες συμφωνίες είναι αυτοδικαίως άκυρες, κατά τη δεύτερη παράγραφο, υπό την προϋπόθεση όμως ότι προξενούνται από τη λειτουργία τους αξιοσημείωτες επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ των Κρατών-Μελών, καθώς επίσης και στον ανταγωνισμό. Έτσι, κάθετες συμφωνίες μεταξύ μικρομεσαίων επιχειρήσεων, με τις οποίες επιβάλλονται ελάχιστες τιμές μεταπώλησης των προϊόντων ή υπηρεσιών σπανίως έχουν τη δυνατότητα της πρόκλησης αξιοσημείωτων επιπτώσεων στο εμπόριο των Κρατών-Μελών ή περιορισμού
του ανταγωνισμού στα πλαίσια της κοινής αγοράς, στο μέτρο που αυτές δεν κατέχουν δεσπόζουσα θέση σε ένα σημαντικό τμήμα της κοινής αγοράς. Εξάλλου, δεσπόζουσα θέση κατέχει μία επιχείρηση όταν έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει ανεξάρτητη συμπεριφορά, ώστε να της επιτρέπει να μην λαμβάνει σοβαρά υπόψη τους ανταγωνιστές της, τους αγοραστές ή προμηθευτές της (ΔΕΚ απόφαση της 21.2.1973, υποθ. 6/72, Συλλ. 1972-1973, σελ. 445). Τέλος, ειδικά για τις συμβάσεις δικαιόχρησης, οι υποχρεώσεις των μερών που περιέχονται σε αυτές μπορούν να θεωρούνται ως αναγκαίες για τη διατήρηση της κοινής ταυτότητας και φήμης του δικτύου franchise και συνεπώς να μην εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81 παρ. 1 της ΣυνθΕΚ ή, ακόμη και αν εμπίπτουν, να πληρούν τις προϋποθέσεις εξαίρεσης της παραγράφου 3. Μεταξύ των υποχρεώσεων αυτών είναι και η συμφωνημένη υποχρέωση των ληπτών-δικαιοδόχων για συνεισφορά στην κοινή
διαφήμιση του συστήματος και δικτύου franchise σύμβασης (βλ. Δ. Κωστάκη, To
franchising και ο νέος Κανονισμός (ΕΚ) 2790/1999 της Επιτροπής για την εφαρμογή του άρθρου 81 παρ. 3 της Συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες κάθετων συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών, ΔΕΕ 2000, 713-715).
Στην περίπτωση που πρόκειται... αποδεικνύονται τα παρακάτω πραγματικά
περιστατικά: Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία λειτουργεί επιχείρηση παροχής
συμβουλευτικών υπηρεσιών για την οργάνωση, στελέχωση, εξοπλισμό και
λειτουργία γυμναστηρίων, με το νόμιμα κατοχυρωμένο με αριθμ. 131559 ημεδαπό
λεκτικό σήμα «GYMNASIUM» και τα διακριτικά γνωρίσματα «GYMNASIUM LADIES CLUB, GYMNASIUM LINE και GYMNASIUM HAIR STILE». Στα πλαίσια αυτής της επιχειρηματικής της δραστηριότητας καταρτίζει συμβάσεις δικαιόχρησης (franchise) με τρίτους, στους οποίους παραχωρεί την τεχνογνωσία της και το δικαίωμα χρήσης του σήματος της και των διακριτικών της γνωρισμάτων, με σκοπό τη δημιουργία δικών τους καταστημάτων (γυμναστηρίων) σε όλη την Ελλάδα. Έτσι, κατάρτισε και με τον εναγόμενο, του οποίου η εμπορική δραστηριότητα ήταν αυτή της λειτουργίας και εκμετάλλευσης γυμναστηρίου, διατηρώντας γυμναστήριο στα Τρίκαλα, στην οδό ..., την από 3.9.2001 σύμβαση δικαιόχρησης (franchise), στη
Θεσσαλονίκη, η διάρκεια της οποίας ορίστηκε για επτά έτη, με χρόνο λήξης αυτόν της 2.9.2008. Με την εν λόγω σύμβαση συμφωνήθηκε ότι ο εναγόμενος, σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών διαρκούς υποστήριξης που του προσέφερε η ενάγουσα,
έπρεπε να της καταβάλλει ως διαρκή δικαιώματα (προμήθεια) ποσοστό 7,5% από τις συμβάσεις των πακέτων G class που θα κατάρτιζε αυτός με τους πελάτες του. Οι εν λόγω συμβάσεις G class είναι πακέτα παροχής υπηρεσιών, στα οποία περιλαμβάνεται η γυμναστική, η αισθητική κ.λπ. και τα οποία πληρώνονται προκαταβολικά για ένα έτος τουλάχιστον από τους πελάτες του γυμναστηρίου μέσω σύμβασης χρηματοδότησης με τράπεζα, που συνεργάζεται με τον εναγόμενο και η οποία (τράπεζα) προεξοφλεί σε αυτόν ολόκληρο το ποσό για τη συνολική διάρκεια της σύμβασης. Ο εναγόμενος-δικαιοδόχος όφειλε στο τέλος κάθε ημερολογιακού μήνα ή το αργότερο τις δέκα πρώτες ημέρες του επόμενου μήνα, μετά από εκκαθάριση των συμβάσεων που κατάρτιζε με τους πελάτες του, να αποδίδει σε μετρητά ή με επιταγές την προμήθεια της ενάγουσας-δικαιοπαρόχου σε ποσοστό 7,5%, όπως συμφωνήθηκε. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, στη διάταξη του άρθρου 8 του παραρτήματος 7 της παραπάνω σύμβασης προβλέφθηκε η υποχρέωση του εναγόμενου να ενημερώνει την τελευταία εργάσιμη ημέρα κάθε μήνα την ενάγουσα με κάθε πρόσφορο μέσο για τον αριθμό και τα στοιχεία των συμβάσεων G class που καταρτίστηκαν τον προηγούμενο μήνα. Σε περίπτωση δε που αυτός (εναγόμενος) θα απέκρυπτε ή θα παρέλειπε να αναφέρει τις προαναφερόμενες πληροφορίες, θα υποχρεωνόταν να καταβάλλει στην ενάγουσα το ποσό των 2.000.000 δραχμών ως ποινική ρήτρα. Επίσης προβλέφθηκε, ότι σε περίπτωση παράβασης εκ μέρους του εναγόμενου οποιασδήποτε υποχρέωσης του από τη σύμβαση θα υποχρεωνόταν να καταβάλλει στην ενάγουσα για κάθε έναν μήνα, ως ποινική ρήτρα, το ποσό των 100.000 δραχμών, πλέον της απώλειας της θετικής και αποθετικής ζημίας. Η συνεργασία των διαδίκων αρχικά εξελίσσονταν ομαλά, από τις αρχές όμως του έτους 2005 ο εναγόμενος άρχισε να μην ενημερώνει την ενάγουσα σχετικά με τον αριθμό των συμβάσεων που κατάρτισε με τους πελάτες
του ούτε της έστελνε, από τον Απρίλιο του έτους 2005 μέχρι και τον Φεβρουάριο
του έτους 2006, τις σχετικές συμβάσεις, ώστε να γίνει η εκκαθάριση των παραπάνω μηνών και να της καταβάλλει την προμήθεια που αναλογούσε.
Η ενάγουσα διαμαρτυρήθηκε επανειλημμένα στον εναγόμενο και του χορήγησε
προθεσμία μέχρι 28.2.2006, προκειμένου αυτός να τακτοποιήσει κατά τη σύμβαση
τις οικονομικές του υποχρεώσεις απέναντι της, καθόσον σε αντίθετη περίπτωση θα προχωρούσε σε καταγγελία αυτής (σύμβασης). Ο εναγόμενος, όμως, με την από
23.2.2006 εξώδικη διαμαρτυρία του προς την ενάγουσα, χωρίς να αναφέρει σε αυτήν οτιδήποτε σχετικό με τις οφειλόμενες προμήθειες και την υποχρέωση του να ενημερώνει την τελευταία, κατήγγειλε τη μεταξύ τους σύμβαση, επικαλούμενος
γενικά προβλήματα που προέκυψαν σε σχέση με την τιμολογιακή πολιτική, την έλλειψη υποστήριξης εκ μέρους της (ενάγουσας) και την ακυρότητα του παραρτήματος 4 σχετικά με την τοπική διαφήμιση.
Ειδικότερα, στην καταγγελία του ο εναγόμενος επικαλείται τους εξής λόγους, για τους οποίους ισχυρίστηκε ότι αφενός η επίδικη σύμβαση ήταν απολύτως άκυρη, αφετέρου η συμπεριφορά της ενάγουσας ήταν παράνομη και αντισυμβατική: Α) ότι η ενάγουσα δεν προέβη σε καμία ενέργεια υποστήριξης και βοήθειας του (εναγόμενου) και των λοιπών μελών του δικτύου της, αλλά ότι επιδείκνυε χαρακτηριστική αδιαφορία αφήνοντας τους λήπτες του εν λόγω franchising παντελώς ανημέρωτους και αβοήθητους κατά παράβαση του άρθρου 6 παρ. 2 της σύμβασης, Β) ότι κατά παράβαση του παραρτήματος 3 παρ. 3 της σύμβασης η ενάγουσα αξίωσε από αυτόν, την άνοιξη του έτους 2002, τη λήψη χρημάτων προκειμένου να διαφημιστεί το δίκτυο, ενώ ο όρος που τέθηκε στο παράρτημα 4 παρ. 2 της σύμβασης, σχετικά με την τοπική διαφήμιση, κατά τον οποίο «ο δικαιοδόχος υποχρεούται σε κάθε περίπτωση να ενημερώνει έγκαιρα με λεπτομερή αναφορά τον δικαιοπάροχο για το είδος της διαφήμισης που προτίθεται να κάνει και να ζητά πάντοτε την γραπτή έγκριση του. Οποιαδήποτε τοπική διαφήμιση και προβολή χωρίς την έγκριση του δικαιοπαρόχου απαγορεύεται. Τούτο γίνεται, ώστε να εξασφαλίζεται η ενιαία και συνεπής επικοινωνιακή στρατηγική του και να διατηρείται αναλλοίωτη η σωστή εικόνα και η ταυτότητα του δικτύου», είναι παράνομος και άκυρος, καθόσον περιορίζει την ελευθερία του λήπτη, αφού έτσι κρίθηκε από την επιτροπή ανταγωνισμού σχετικά με κάποια άλλη σύμβαση και Γ) ότι στο άρθρο 6α της σύμβασης παράνομα ορίστηκε ότι ο δικαιοπάροχος είχε το δικαίωμα να καθορίζει την τιμή πώλησης (μέγιστη-ελάχιστη) των υπηρεσιών που προσέφερε το γυμναστήριο του εναγόμενου. Ότι ο όρος αυτός, έχοντας ως σκοπό τον περιορισμό του ελεύθερου ανταγωνισμού, σύμφωνα με την ελληνική και κοινοτική νομοθεσία, ήταν απολύτως άκυρος και μαζί με αυτόν απολύτως άκυρη όλη η σύμβαση. Οι παραπάνω λόγοι, που επικαλέστηκε ο εναγόμενος, ήταν στο σύνολο τους προσχηματικοί, αφού μοναδικός σκοπός του ήταν να μην εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις και, περαιτέρω, να αυτονομηθεί από το δίκτυο, ώστε να ασκήσει μόνος του και χωρίς την υποστήριξη της ενάγουσας επιχείρηση γυμναστηρίου. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά στον πρώτο λόγο καταγγελίας, δεν αποδείχθηκε έλλειψη υποστήριξης προς τον εναγόμενο εκ μέρους της ενάγουσας-δικαιοπαρόχου, καθόσον αυτή παρείχε τη συνδρομή της στην οργάνωση και τη λειτουργία του γυμναστηρίου του εναγόμενου στα Τρίκαλα, ανέλαβε την εκπαίδευση του προσωπικού με την επίσκεψη στο γυμναστήριο του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της Κ.Α., καθώς και του μετόχου-γυμναστή Ν.Μ., παρείχε δε διαρκή υποστήριξη στον εναγόμενο σε οργανωτικά, εμπορικά και τεχνικά θέματα, αποστέλλοντας έντυπο ενημερωτικό υλικό, ενώ διοργάνωνε συχνά
ενημερωτικά και εκπαιδευτικά σεμινάρια.
Εξάλλου, ο εναγόμενος δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ για έλλειψη υποστήριξης και
βοήθειας από την ενάγουσα αλλά πρώτη φορά με την καταγγελία του και την αθέτηση των υποχρεώσεων του προς αυτήν επικαλείται την έλλειψη υποστήριξης. Όσον αφορά στον δεύτερο λόγο της καταγγελίας, η υποχρέωση του δικαιοδόχου να
ζητεί την έγκριση της δικαιοπαρόχου σε κάθε περίπτωση τοπικής διαφήμισης, επειδή μπορεί να θεωρείται ως αναγκαία για τη διατήρηση της κοινής ταυτότητας και φήμης του δικτύου franchise, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81 παρ. 1 της ΣυνθΕΚ, ώστε να είναι αυτοδικαίως άκυρη η συμφωνία αυτή. Όμως, σε κάθε περίπτωση δεν αποδείχθηκε ούτε άλλωστε και ο εναγόμενος επικαλέστηκε, ότι ο όρος αυτός ενεργοποιήθηκε από την ενάγουσα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι πλέον επαχθής η συνέχιση της σύμβασης για αυτόν και να αντίκειται προφανώς στα εύλογα και δικαιολογημένα συμφέροντα του, όπως αποδείχθηκε και ότι ο εναγόμενος δεν υποχρεώθηκε να καταβάλλει, παρά τα οριζόμενα στη σύμβαση δικαιόχρησης, οποιοδήποτε χρηματικό ποσό για τη συνολική διαφήμιση του δικτύου της ενάγουσας. Τέλος, όσον αφορά στον τρίτο λόγο καταγγελίας, σε σχέση με την επιβολή εκ μέρους της ενάγουσας ορίων (κατώτατων) στις τιμές πώλησης των υπηρεσιών του εναγόμενου, πρέπει να λεχθεί ότι στον με αριθμ. 6α όρο της παραπάνω σύμβασης ορίστηκε ότι η δικαιοπάροχος είχε το δικαίωμα να κοινοποιεί στον δικαιοδόχο τα χαρακτηριστικά που θα έπρεπε αυτός να λαμβάνει υπόψη του για τον καθορισμό των τιμών πώλησης αγαθών και υπηρεσιών, χωρίς όμως να έχει το δικαίωμα να επιβάλλει καθορισμένες τιμές πώλησης, παρά μόνο ενδεικτικές. Ότι τελικά οι τιμές, που θα καθόριζε ο δικαιοδόχος, δεν έπρεπε να αποκλίνουν σοβαρά από τις ενδεικτικές, προκειμένου να διασφαλιστεί η ομοιομορφία του δικτύου προς τους καταναλωτές. Έτσι, με τη σύμβαση δεν επιβλήθηκε η υποχρέωση στον εναγόμενο-δικαιοδόχο να μην αποκλίνει προς τα κάτω, από τις κατώτερες ενδεικτικές τιμές, που θα του πρότεινε κάθε φορά η ενάγουσα-δικαιοπάροχος. Κατά τη διάρκεια λοιπόν λειτουργίας της σύμβασης, η ενάγουσα συνέτασσε καταλόγους, με τις ενδεικτικές τιμές πώλησης, με κατώτατα και ανώτατα όρια για κάθε πρόγραμμα, τους οποίους κοινοποιούσε στον εναγόμενο.
Ακόμη, όμως, και αν θεωρηθεί ότι με τον τρόπο αυτό η τελευταία επέβαλλε με έμμεσο τρόπο κατώτατες τιμές πώλησης, λαμβάνοντας υπόψη ότι, όπως αποδείχθηκε, η ενάγουσα δεν κατείχε δεσπόζουσα θέση στη σχετική αγορά (γυμναστηρίων), αφού επρόκειτο για μία μικρομεσαία επιχείρηση ανάμεσα στις 3.000 περίπου επιχειρήσεις γυμναστηρίων που λειτουργούν στην Ελλάδα, διατηρώντας η ίδια ένα δίκτυο γυμναστηρίων που δεν υπερέβαιναν τα 30 σε πανελλαδική κλίμακα, η ενδεχόμενη επιβολή εκ μέρους της κατώτατων ορίων στις τιμές πώλησης δεν μπορούσε να επηρεάσει το εμπόριο και τον ελεύθερο ανταγωνισμό, ώστε να θεωρηθεί απολύτως άκυρη, όχι μόνο η συγκεκριμένη συμφωνία για την τιμολογιακή πολιτική αλλά και ολόκληρη η σύμβαση, κατά τους ισχυρισμούς του εναγόμενου. Επομένως, μετά τα παραπάνω, η καταγγελία της σύμβασης από την πλευρά του εναγόμενου ήταν προσχηματική και κατά τη χρονική στιγμή που έγινε δεν επέφερε τη λύση της σύμβασης. Η σύμβαση λύθηκε, μόνο όταν λίγες ημέρες μετά η ενάγουσα του κοινοποίησε την από 7.3.2006 έγγραφη καταγγελία της, με την οποία, απαντώντας στα όσα ανέφερε στη δική του καταγγελία και θεωρώντας αυτή άκυρη, κατήγγειλε την παραπάνω σύμβαση δικαιόχρησης, αφού από υπαιτιότητα του εναγόμενου διαταράχθηκε η σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ τους. Αμέσως μετά την καταγγελία ο εναγόμενος έβγαλε από την προμετωπίδα του γυμναστηρίου του το σήμα και τα διακριτικά γνωρίσματα της ενάγουσας, τα διαφημιστικά της έντυπα, καθώς και οτιδήποτε είχε σχέση με τα προγράμματα της, λειτουργώντας πλέον την επιχείρηση του ως γυμναστήριο με τον διακριτικό τίτλο MY GYM. Περαιτέρω, εφόσον αποδείχθηκε ότι η σύμβαση λύθηκε πριν από τον ορισμένο χρόνο λήξης της από υπαιτιότητα του εναγόμενου, αυτός είναι υποχρεωμένος να ανορθώσει τη ζημία που υπέστη η ενάγουσα (από τη λύση αυτή), στην οποία περιλαμβάνεται και το κέρδος το οποίο προσδοκούσε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και σύμφωνα με τα προπαρασκευαστικά μέτρα που είχε λάβει. Το κέρδος δε αυτό αποτελεί τις
προμήθειες που τακτικά θα εισέπραττε από τον εναγόμενο μέχρι τη λήξη της σύμβασης και οι οποίες ανέρχονταν, όπως προαναφέρθηκε, σε ποσοστό 7,5% επί
των μηνιαίων κερδών του εναγόμενου. Ειδικότερα, ο εναγόμενος στα πλαίσια της
σύμβασης και από την έναρξη αυτής μέχρι τον Μάρτιο του έτους 2005 (όταν και έπαυσε να ενημερώνει την ενάγουσα για τις συμβάσεις G class που υπέγραφε με
πελάτες του), απέδωσε στην ενάγουσα, το έτος 2001 προμήθειες ποσού 3.404 ευρώ, το έτος 2002 προμήθειες ποσού 10.899 ευρώ, το έτος 2003 προμήθειες ποσού 5.163 ευρώ, το έτος 2004 προμήθειες ποσού 2.516 ευρώ και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, αν εξακολουθούσε να λειτουργεί η σύμβαση, θα απέδιδε προμήθειες, κατά μέσο όρο, 350,00 ευρώ κατά μήνα, αφού ληφθούν υπόψη τα ποσά των προηγούμενων ετών και η πτωτική πορεία των εργασιών του εναγόμενου.
Συνακόλουθα, οι προμήθειες που απώλεσε η ενάγουσα από τον χρόνο που ο
εναγόμενος έπαυσε να την ενημερώνει (Απρίλιο του έτους 2005) μέχρι τη συμβατική λήξη της σύμβασης (2.9.2008), θα ανέρχονταν, κατά μέσο όρο, στο ποσό των 14.350 ευρώ (350,00 ευρώ κατά μήνα χ 41 μήνες).
Συνεπώς, η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία όμοια έκρινε ως προς το ότι: α) οι λόγοι της από 23.2.2006 καταγγελίας του εναγόμενου ήταν προσχηματικοί και δεν επέφεραν τη λύση της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης δικαιόχρησης, β) η από 7.3.2006 καταγγελία της ενάγουσας επέφερε τη λήξη της σύμβασης δικαιόχρησης
από υπαιτιότητα του εναγόμενου και γ) προσδιόρισε τα διαφυγόντα κέρδη της ενάγουσας στα ίδια ποσά, σωστά εφάρμοσε τον νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις, οι δε περί του αντιθέτου πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι της έφεσης του εκκαλούντος-εναγόμενου και ο τρίτος λόγος της έφεσης της εκκαλούσας-ενάγουσας, οι οποίοι πλήττουν την απόφαση αυτή για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ελέγχονται ως αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Κατά το άρθρο 407 ΑΚ, αν η ποινή συμφωνήθηκε για την περίπτωση της μη
προσήκουσας και ιδίως της μη έγκαιρης εκπλήρωσης της παροχής, ο δανειστής
έχει δικαίωμα να απαιτήσει, εκτός από την ποινή που κατέπεσε, και την εκπλήρωση της παροχής. Έχει επίσης το δικαίωμα να απαιτήσει και την επιπλέον αποδεικνυόμενη ζημία από τη μη προσήκουσα εκπλήρωση. Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 407 έχει την έννοια ότι, αν η ποινή υπερκαλύπτει την προβαλλόμενη ζημία, δεν μπορεί ο δανειστής να ζητήσει την ποινή και επιπλέον το ποσό της αποζημίωσης για τη ζημία αυτή. Εάν δε το ποσό της αποζημίωσης για την επικαλούμενη ζημία υπερβαίνει το ποσό της ποινής, μπορεί ο δανειστής να ζητήσει το επιπλέον αυτό μέρος της αποζημίωσης και την ποινική ρήτρα. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού είναι ενδοτικού δικαίου και δεν αποκλείεται τα μέρη, κατά παρέκκλιση από αυτές, να συμφωνήσουν (άρθρο 361 ΑΚ), ότι ο οφειλέτης σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων του θα υποχρεούται να καταβάλει προς τον δανειστή σωρευτικά όχι μόνο τη συμφωνηθείσα ποινή αλλά και επιπλέον ολόκληρη αποζημίωση (όχι μόνο το ποσό κατά το οποίο αυτή ξεπερνά την ποινική ρήτρα) και μάλιστα συγκεκριμένου ποσού ή, αντίθετα, ότι ο δανειστής στην περίπτωση της μη προσήκουσας εκπλήρωσης της παροχής θα περιορίζεται στην ποινική ρήτρα που συμφωνήθηκε και δεν θα δικαιούται να αξιώσει και την επιπλέον αποδεικνυόμενη από την αιτία αυτή ζημία (ΑΠ 1484/2009 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 206/2008 ΑχΝομ 2009, 63, ΕφΑΘ 2817/2007 Αρμ 2008, 576, ΕφΑΘ 8098/2006 Δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 1890/2003 ΕλλΔνη 45, 250).
Στην περίπτωση που πρόκειται, από το παραπάνω αποδεικτικό υλικό που
εισφέρθηκε στη δίκη αποδεικνύεται, ότι οι διάδικοι στη μεταξύ τους, από 3.9.2001, σύμβαση συμφώνησαν, μεταξύ άλλων, ότι ο δικαιοδόχος υποχρεούται να ενημερώνει την τελευταία εργάσιμη ημέρα κάθε μήνα με κάθε πρόσφορο μέσο τον δικαιοπάροχο για τον αριθμό και τα στοιχεία των συμφωνητικών σύμβασης G class που καταρτίστηκαν τον προηγούμενο μήνα. Σε περίπτωση που ο δικαιοδόχος θα
αποκρύπτει ή θα παραλείπει να αναφέρει τις ως άνω πληροφορίες, θα υποχρεούται
να καταβάλει στον δικαιοπάροχο το ποσό των δύο εκατομμυρίων δραχμών ως ποινική ρήτρα. Τέτοια παράβαση θα αποτελεί επίσης σπουδαίο λόγο καταγγελίας της σύμβασης δικαιόχρησης (άρθρο 8 του παραρτήματος 7 της σύμβασης), ενώ κατά το άρθρο 11 παράγραφος 5 της κύριας σύμβασης συμφωνήθηκε ρητά ότι, εάν ο δικαιοδόχος παραβεί οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις του, όπως αυτές καθορίζονται σε κάθε έναν από τους όρους του παρόντος, υποχρεούται να καταβάλει στον δικαιοπάροχο ως ποινική ρήτρα, πλέον της απώλειας της θετικής και αποθετικής ζημίας, για κάθε έναν μήνα το ποσό των εκατό χιλιάδων δραχμών και με το ίδιο άρθρο συμφωνήθηκε ότι οι παραπάνω ποινικές ρήτρες χορηγούνται ως συμφωνημένη αποζημίωση μεταξύ των μερών και συμφωνείται από τα μέρη ότι είναι εύλογες και δίκαιες. Επομένως, ο εναγόμενος από την παραπάνω σύμβαση (άρθρο 361 ΑΚ) είχε υποχρέωση: α) να ενημερώνει την ενάγουσα ως προς τον αριθμό των συμβάσεων G class που κατά μήνα υπέγραφε, σε περίπτωση δε μη συμμόρφωσης του υποχρεούται να καταβάλλει, ως ποινή, το ποσό των 2.000.000 δραχμών (ήδη 5.869,41 ευρώ) και β) να καταβάλλει για κάθε παράβαση όρου της σύμβασης, κάθε μήνα, ως ποινή, πλέον της απώλειας της θετικής και αποθετικής ζημίας, το ποσό των 100.000 δραχμών (ήδη 293,47 ευρώ). Συνακόλουθα, η εκκαλούμενη, η οποία επιδίκασε στην ενάγουσα τα παραπάνω ποσά ως συμφωνηθείσες και καταπεσούσες ποινικές ρήτρες, εξαιτίας απόκρυψης από τον εναγόμενο του αριθμού των πακέτων G class που υπέγραψε με πελάτες του κατά το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο του έτους 2005 μέχρι τον Φεβρουάριο του έτους 2006 και εξαιτίας παράβασης συμβατικού όρου, πλέον της θετικής και αποθετικής ζημίας, σωστά εφάρμοσε τον νόμο και όσα υποστηρίζει ο εναγόμενος-εκκαλών με τους τέταρτο και πέμπτο λόγους της έφεσης του ελέγχονται ως αβάσιμα.
Περαιτέρω, για να υπάρξει αδικοπραξία, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ, και υποχρέωση του ζημιώσαντος να αποζημιώσει τον παθόντα, προϋποτίθεται ότι η ζημία προκλήθηκε παρά τον νόμο (άρθρο 914 ΑΚ) ή από συμπεριφορά αντίθετη στα χρηστά ήθη (άρθρο 919 ΑΚ) από πράξη ή παράλειψη του υπαιτίου και ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της ζημίας που επήλθε. Από τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ προκύπτει, ότι η από πρόθεση πρόκληση ζημίας σε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη είναι πράξη παράνομη και δημιουργεί υποχρέωση για αποζημίωση. Όμως, ζημιογόνος συμπεριφορά από πρόθεση, με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, τότε μόνο μπορεί να θεμελιώσει και αξίωση αποζημίωσης βάσει του άρθρου 919 ΑΚ, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττομένη θα ήταν αντίθετη προς τα χρηστά ήθη. Μόνο η από τον έναν των συμβαλλομένων αθέτηση κάποιας υποχρέωσης από τη σύμβαση, την οποία ανέλαβε έναντι του άλλου, δεν αποτελεί πράξη αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, ώστε να θεμελιώνει και αξίωση αποζημίωσης κατά το προαναφερόμενο άρθρο του ΑΚ. Περαιτέρω, εξαίρεση είναι δυνατόν να υπάρξει σε περιπτώσεις μη ανεκτές κατά το αίσθημα του δικαίου, οπότε η αξίωση ενδέχεται να στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 281 και 914 ΑΚ. Επειδή, μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής είναι μεν πράξη παράνομη, δεν συνιστά όμως και αδικοπραξία κατά την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ, μπορεί όμως μία ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση να θεμελιώνει και ευθύνη από αδικοπραξία. Αυτό συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή και χωρίς τη συμβατική σχέση, που προϋπάρχει, θα ήταν παράνομη ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον, το οποίο επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μην ζημιώνει κάποιος άλλον υπαίτια (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22, 505, ΑΠ 506/2010 Δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 87/2000 ΕλλΔνη 41, 967, ΑΠ 25/1998 ΝοΒ 47, 390, ΕφΑΘ 1873/2008 Αρμ 2008, 1840, ΕφΑΘ 302/2006 ΔΕΕ 2006, 513).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 ν. 146/1914 περί αθέμιτου ανταγωνισμού,
απαγορεύεται κατά τις εμπορικές, βιομηχανικές, εργολαβικές ή γεωργικές
συναλλαγές κάθε προς τον σκοπό ανταγωνισμού γενομένη πράξη αντικείμενη στα
χρηστά ήθη, ο δε παραβάτης μπορεί να εναχθεί για παράλειψη και για ανόρθωση
της προσγενόμενης ζημίας. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι ουσιώδες στοιχείο προς θεμελίωση της αξίωσης για αποζημίωση επί αθέμιτου ανταγωνισμού είναι και το να εκτελείται η πράξη, που φέρεται ως συνιστώσα τον αθέμιτο ανταγωνισμό, με πρόθεση ανταγωνισμού προς την από άλλο ασκούμενη εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση και να αντίκειται στα χρηστά ήθη, ως κριτήριο των οποίων χρησιμεύουν οι ιδέες του εκάστοτε κατά τη γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου εντός του συναλλακτικού κύκλου, στον οποίο εκδηλώνεται η αθέμιτη πράξη. Αντίθετη, δηλαδή, στα χρηστά ήθη είναι η συνιστώσα τον ανταγωνισμό πράξη, όταν χρησιμοποιούνται τρόποι και μέσα αντίθετα προς την ομαλή ηθικότητα των συναλλαγών. Η παράβαση συμβατικών δεσμεύσεων, ενόψει ανταγωνιστικών σκοπών, δεν είναι χωρίς άλλο αθέμιτη. Για να χαρακτηριστεί αθέμιτη, πρέπει να συντρέχουν ιδιαίτερες περιστάσεις, που να στοιχειοθετούν τον αθέμιτο χαρακτήρα της συμβατικής παράβασης. Εξάλλου, η απόσπαση πελατείας, που αποτελεί πολύτιμο αγαθό της επιχείρησης, και η εκμετάλλευση ξένης φήμης και οργάνωσης μπορεί, με τη συνδρομή ειδικών συνθηκών, να είναι αθέμιτες. Η αθέμιτη ανταγωνιστική πράξη μπορεί παράλληλα να είναι και αδικοπραξία, εφόσον όμως συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 και 919 ΑΚ. Σε περίπτωση αθέμιτου ανταγωνισμού δεν αποκλείεται και επιπλέον αξίωση για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης εκείνου, σε βάρος του οποίου έγινε η προσβολή, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (άρθρα 914, 919, 932 ΑΚ), εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους (ΑΠ 339/2010 Δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 683/2010 Δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 1538/2009 Αρμ 2009, 1200).
Στην περίπτωση που πρόκειται, η ενάγουσα, αιτούμενη με την αγωγή της χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος μετά την καταγγελία, εκ μέρους της, της μεταξύ τους σύμβασης εξακολουθεί να λειτουργεί την επιχείρηση του παρέχοντας τις ίδιες υπηρεσίες με το σήμα και τα διακριτικά γνωρίσματα της ενάγουσας όπως και στον προ της καταγγελίας χρόνο, με σκοπό αθέμιτου ανταγωνισμού και κατά παράβαση του περί σημάτων νόμου, με συνέπεια να προκαλείται σύγχυση στο καταναλωτικό κοινό, το οποίο εκλαμβάνει ότι η επιχείρηση του ταυτίζεται με αυτήν της ενάγουσας, προσβάλλοντας με τον τρόπο αυτό την εμπορική της πίστη και την επαγγελματική της υπόσταση. Όπως όμως προαναφέρθηκε, ο εναγόμενος μετά την από 7.3.2006 καταγγελία της σύμβασης από την ενάγουσα αφαίρεσε από το γυμναστήριο του το σήμα και τα διακριτικά γνωρίσματα της ενάγουσας, τα διαφημιστικά της έντυπα καθώς και οτιδήποτε είχε σχέση με τα προγράμματα της, καταχώρησε σε φύλλο εφημερίδας των Τρικάλων τη διακοπή της συνεργασίας του με το δίκτυο της ενάγουσας, γνωστοποιώντας στο κοινό τη διακοπή της συνεργασίας τους, έκτοτε δε λειτουργεί την επιχείρηση του με τον διακριτικό τίτλο MY GYM, τυπώνοντας και νέο διαφημιστικό υλικό. Επομένως, δεν αποδεικνύονται πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού εκ μέρους του εναγόμενου, οι οποίες να προσβάλλουν το εμπορικό μέλλον της ενάγουσας, όπως σωστά έκρινε και η εκκαλούμενη, η οποία απέρριψε ως κατ` ουσία αβάσιμο το αίτημα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης που αυτή υπέστη εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγόμενου, και όσα ισχυρίζεται η ενάγουσα-εκκαλούσα με τον δεύτερο λόγο της έφεσης της ελέγχονται ως αβάσιμα. Εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι, αν ήθελε υποτεθεί ότι το εν λόγω αίτημα της ενάγουσας έχει έρεισμα, όπως η ίδια με τον ίδιο λόγο της έφεσης της ισχυρίζεται, στην αντισυμβατική συμπεριφορά του εναγόμενου-συμβαλλομένου της και στη διακοπή από υπαιτιότητα του της συνεργασίας τους, αυτό είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον, όπως εκτενώς αναφέρθηκε στην παραπάνω νομική σκέψη, το δικαίωμα του συμβαλλόμενου να προβεί σε καταγγελία της συμβατικής σχέσης δεν ασκείται εναντίον των χρηστών ηθών, όταν η συνέπεια της, δηλαδή η λύση της σύμβασης, εντάσσεται στις αντικειμενικά προβλέψιμες από τον αντισυμβαλλόμενο συναλλακτικές δυνατότητες του ασκούντος το δικαίωμα και δεν είναι άσχετο προς το καλώς εννοούμενο συμφέρον της επιχείρησης του (ΟλΑΠ 12-13/2004 ΝοΒ 2005, 49, ΑΠ 683/2010 Δημ. ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου, σε κάθετες συμφωνίες που περιέχονται σε συμβάσεις franchise μπορεί νόμιμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 του Κανονισμού (ΕΚ) 2790/1999 (που εφαρμόζεται στην περίπτωση που πρόκειται ενόψει του χρόνου κατάρτισης της επίδικης σύμβασης), να περιληφθεί μετασυμβατική υποχρέωση μη ανταγωνισμού, δηλαδή οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση υποχρέωση του δικαιοδόχου, με την οποία μετά τη λύση της σύμβασης δεν μπορεί να αγοράζει, πωλεί ή μεταπωλεί αγαθά ή υπηρεσίες που αναφέρονται στη σύμβαση. Η μετασυμβατική υποχρέωση μη ανταγωνισμού, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις, πρέπει να περιορίζεται στους χώρους, όπου ο δικαιοδόχος ασκούσε την επιχειρηματική του δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της σύμβασης, να είναι απαραίτητη για την προστασία της τεχνογνωσίας, που μεταβιβάστηκε από τον δικαιοπάροχο στον δικαιοδόχο, και να περιορίζεται χρονικά στο ένα έτος μετά τη λύση της σύμβασης (βλ. Δ. Κωστάκη, To franchising και ο νέος Κανονισμός (ΕΚ) 2790/1999 της Επιτροπής για την εφαρμογή του άρθρου 81 παρ. 3 της Συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες κάθετων συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών, ΔΕΕ 2000, 712, ΕπΑνταγ 51/1997 ΔΕΕ 10, 955, ΕπΑνταγ 252/1995 ΔΕΕ 5, 396, ΕφΑΘ 7964/1982 ΕλλΔνη 24, Η ενάγουσα, όπως προαναφέρθηκε, ζήτησε, μεταξύ άλλων αιτημάτων της: α) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος μέχρι 2.9.2008 (ημεροχρονολογία συμβατικής λήξης της σύμβασης δικαιόχρησης) να μην χρησιμοποιεί την επιχείρησή του, που λειτουργεί σε κατάστημα στην οδό ... στα Τρίκαλα, για την παροχή ανταγωνιστικών υπηρεσιών προς τις υπηρεσίες του δικτύου της ενάγουσας και επικουρικά για χρονικό διάστημα ενός έτους από τη δημοσίευση της απόφασης και β) να απαγορευτεί στον εναγόμενο μέχρι 2.9.2008 (ημεροχρονολογία συμβατικής λήξης της σύμβασης δικαιόχρησης) να λειτουργήσει γενικά ανάλογη επιχείρηση ή να αποκτήσει οποιοδήποτε συμφέρον άμεσα ή έμμεσα σε παρεμφερή επιχείρηση με τη δική της, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη συναίνεση της και επικουρικά για χρονικό διάστημα ενός έτους από τη δημοσίευση της απόφασης. Το εν λόγω αίτημα για απαγόρευση μετασυμβατικού ανταγωνισμού, κατά το σκέλος με το οποίο ζητείται, γενικά, να μην ασκεί ο εναγόμενος χωρίς τοπικό περιορισμό ή ακόμη και εντός του χώρου, όπου ασκούσε την επιχείρηση του κατά τη διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης, παρεμφερή επιχείρηση με αυτή του δικτύου της ενάγουσας για το χρονικό διάστημα μέχρι την ημεροχρονολογία λήξης της σύμβασης, είναι νομικά αβάσιμο, αφού σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 5 του Κανονισμού (ΕΚ) 2790/1999 η υποχρέωση αυτή πρέπει να περιορίζεται στους χώρους όπου ο δικαιοδόχος ασκούσε την επιχειρηματική του δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της σύμβασης και να περιορίζεται χρονικά στο ένα έτος μετά τη λύση της σύμβασης.
Νομικά αβάσιμο είναι και κατά την επικουρική του βάση, αφού ζητείται η
απαγόρευση αυτή να διαταχθεί για ένα έτος από τη δημοσίευση της απόφασης.
Ακόμη δε και αν ήθελε εκτιμηθεί ότι σε αυτό το αίτημα εμπεριέχεται αίτημα απαγόρευσης μετασυμβατικού ανταγωνισμού για ένα έτος από τη λύση της σύμβασης
και πάντα με τον προαναφερόμενο τοπικό περιορισμό, είναι απορριπτέο για έλλειψη εννόμου συμφέροντος κατ` άρθρο 68 ΚΠολΔ, το οποίο (έννομο συμφέρον) υπήρχε μεν κατά την άσκηση της αγωγής, εξέλειπε όμως στη συνέχεια, δεδομένου ότι κατά τον χρόνο συζήτησης της υπό κρίση αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (14.11.2008) παρήλθαν ήδη δύο χρόνια από τη λύση της σύμβασης (7.3.2006).
Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση
απέρριψε ως νομικά αβάσιμο το παραπάνω αίτημα της ενάγουσας, σωστά εφάρμοσε
τον νόμο και όσα αντίθετα με τον πρώτο λόγο της έφεσης της υποστηρίζει η ενάγουσα-εκκαλούσα, ελέγχονται ως αβάσιμα.
Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθούν αμφότερες οι εφέσεις ως ουσιαστικά
αβάσιμες και να συμψηφιστούν, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα του
παρόντος βαθμού, αφού καθένας των διαδίκων τυγχάνει νικητής και ηττημένος
(άρθρα 178 σε συνδυασμό με 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα εκτίθεται στο
διατακτικό.
Ν.Σ.