Αριθμός 159/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ` Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Σακκά, Χαράλαμπο Καλαματιανό, Ειρήνη Καλού και Σοφία Ντάντου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Δεκεμβρίου 2015, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Θ. Μ. του Α., κατοίκου ........, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Φούτση, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι α) ανακαλεί την από 3-12-2015 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται και β) η αναιρεσείουσα παραιτείται από το δικόγραφο της από 18-3-2014 αίτησής της για αναίρεση της 747/2014 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς ως προς τους 1ο και 2η των αναιρεσιβλήτων.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) C. D. S. του I., κατοίκου ..., 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "...", που εδρεύει στη ... και εκπροσωπείται νόμιμα και 3) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "...", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, εκ των οποίων η 3η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Λάζαρο Χατζηθέμελη, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ανακαλεί την από 3-12-2015 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται, ενώ οι 1ος και 2η δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3-9-2012 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1908/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 747/2014 του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 18-3-2014 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο η αναιρεσείουσα και η 3η των αναιρεσιβλήτων όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Σοφία Ντάντου διάβασε την από 27-11-2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του δευτέρου λόγου αναίρεσης και την απόρριψη του πρώτου. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, ο πληρεξούσιος της 3ης των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 110 § 2 ΚΠολΔ οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να παρίστανται σε όλες τις συζητήσεις της υπόθεσης, ακόμη και όταν γίνονται κεκλεισμένων των θυρών και πρέπει για το σκοπό αυτό να καλούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου. Κατά δε το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 576 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 62 του Ν. 4139/2013 σε περίπτωση απλής ομοδικίας αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από Πληρεξούσιο Δικηγόρο, η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης χωρεί νομίμως, ως προς όσους εκπροσωπούνται από Πληρεξούσιο Δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 294, 295 § 1, 297 και 299 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 573 § 1 του ίδιου κώδικα, και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, προκύπτει ότι η παραίτηση από το δικόγραφο του ένδικου μέσου της αναίρεσης που έχει ασκηθεί κατ` άρθρο 495 § 1 ΚΠολΔ, ολική ή μερική (και ειδικότερα ως προς ορισμένους μόνο αναιρεσιβλήτους), μπορεί να γίνει, χωρίς συναίνεση του αντιδίκου του παραιτουμένου, πριν από την έναρξη της προφορικής συζήτησης της υπόθεσης, ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά είτε από τον ίδιο τον διάδικο είτε από τον κατ` άρθρ. 96 ΚΠολΔ πληρεξούσιο δικηγόρο του, ο οποίος μάλιστα δεν απαιτείται να έχει ειδική προς τούτο (για την παραίτηση από το δικόγραφο) πληρεξουσιότητα (αφού αυτή κατ` άρθ. 98 ΚΠολΔ απαιτείται για την παραίτηση από το σχετικό δικαίωμα), αρκούσης και της γενικής (άρθρ. 94 § 1, 96 § 1 ΚΠολΔ). Η νομότυπη ως άνω παραίτηση έχει ως συνέπεια ότι η αναίρεση θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε και επιφέρει αντίστοιχη (ανάλογη με το περιεχόμενο και την έκτασή της) κατάργηση της δίκης, η παραίτηση δε που γίνεται κατά την συζήτηση με δήλωση καταχωριζόμενη στα πρακτικά είναι έγκυρη, έστω και αν ο αναιρεσίβλητος, στον οποίο αφορά, δεν συμμετέχει, ούτε κλητεύθηκε να παραστεί στην συζήτηση, μη δημιουργουμένου στην τελευταία περίπτωση απαραδέκτου της συζήτησης κατ` άρθ. 576 § 3 ΚΠολΔ λόγω μη κλήτευσής του (ΑΠ 1581/2010).
Στην προκειμένη περίπτωση από τα πρακτικά της παρούσας απόφασης προκύπτει, ότι κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από την οικεία σειρά του πινακίου δεν εμφανίσθηκαν ούτε παραστάθηκαν με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ οι πρώτος και δεύτερη των αναιρεσιβλήτων, για τους οποίους η αναιρεσείουσα δεν προσκομίζει ούτε επικαλείται σχετικές εκθέσεις επιδόσεως της κρινόμενης αίτησης με την περιεχόμενη σ` αυτή κλήση προς εμφάνιση για την αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης δικάσιμο. Η αναιρεσείουσα, αντιθέτως, με δήλωση, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά της παρούσας συζήτησης, διά του κατ` άρθρο 96 ΚΠολΔ πληρεξουσίου Δικηγόρου της, πριν από την έναρξη της προφορικής συζήτησης της υπόθεσης, δήλωσε ότι παραιτείται από το δικόγραφο του ένδικου μέσου της αναίρεσης, που έχει ασκηθεί κατ` άρθρο 495 παρ. 1 ΚΠολΔ ως προς τους πρώτο και δεύτερη των αναιρεσιβλήτων. Η δήλωση αυτή έχει το προβλεπόμενο από το άρθρο 295 ΚΠολΔ αποτέλεσμα και η αναίρεση θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε ως προς αυτούς και επιφέρει αντίστοιχη κατάργηση της δίκης ως προς τους ανωτέρω αναιρεσιβλήτους. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 10 του ΓΠΝ/1911, 297 έως 300, 330 εδ. Β`, 914 και 932 του ΑΚ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ δύο ή περισσοτέρων αυτοκινήτων, η ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του οδηγού και της ζημίας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που, αν είχε καταβληθεί, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς οδηγού αυτοκινήτου, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή της συγκρούσεως. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του οδηγού ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ) δεν θεμελιώνει αυτή καθ` αυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης παραβάσεως και του ζημιογόνου αποτελέσματος. Εξάλλου, οι ανωτέρω έννοιες της υπαιτιότητας και του αιτιώδους συνδέσμου είναι νομικές κι επομένως η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς τη συνδρομή ή όχι υπαιτιότητας του εμπλακέντος σε σύγκρουση οχημάτων οδηγού και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του και του ζημιογόνου αποτελέσματος, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 του ΚΠολΔ για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας. Ειδικότερα, ελέγχεται αναιρετικώς η κρίση του δικαστηρίου, περί του εάν τα πραγματικά περιστατικά, που το Δικαστήριο δέχεται, ανελέγκτως, ως αποδειχθέντα, καθ` εαυτά, αντικειμενικώς και βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας, συγκροτούν ή όχι την έννοια της υπαιτιότητας και θεμελιώνουν την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ αυτής και του ζημιογόνου αποτελέσματος. Έλλειψη δε νομίμου βάσεως, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, υπάρχει, όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το Δικαστήριο στήριξε την κρίση του, επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε, ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου, που δεν εφαρμόσθηκε.
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση αναφορικά με την υπαιτιότητα των εμπλακέντων στο επίδικο αυτοκινητικό ατύχημα οδηγού του ΙΧΦ αυτοκινήτου α` εναγομένου και ήδη α` αναιρεσιβλήτου, και της τραυματισθείσας πεζής ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας δέχθηκε, ανελέγκτως, ως προκύψαντα από τις αποδείξεις τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "...Στη Νίκαια στις 2-11-2011 και περί ώρα 12.30`, η ενάγουσα, ηλικίς 71 ετών περίπου, τότε, βάδιζε πεζή στο αριστερό πεζοδρόμιο της οδού ... με κατεύθυνση προς Πειραιά. Η οδός αυτή, είναι ασφαλτοστρωμένος μονόδρομος με κατεύθυνση από Νίκαια προς Πειραιά και έχει 7 μέτρα πλάτος οδοστρώματος, ενώ το πλάτος πεζοδρομίου της, στο οποίο και βάδιζε η πεζή και το οποίο βρίσκεται στο αριστερό της τμήμα είναι 2,5 μέτρα. Κατά τον ως άνω χρόνο το πεζοδρόμιο αυτό, στο ύψος του οικοδομικού αριθμού …, ήταν κατειλημμένο από δυο σταθμευμένα αυτοκίνητα, τα οποία καταλάμβαναν και μέρος του οδοστρώματος. Ταυτόχρονα, και στο οδόστρωμα, στο ύψος του ίδιου οικοδομικού τετραγώνου, είχε σταματήσει προσωρινά το με αρ. κυκλ. ... ΙΧΦ αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο πρώτος εναγόμενος και ήδη εφεσίβλητος, το οποίο ανήκε στη δεύτερη εναγόμενη - εφεσίβλητη και ήταν ασφαλισμένο στην τρίτη εναγόμενη - εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία. Συγκεκριμένα, ο ως άνω οδηγός είχε σταματήσει προσωρινά, περιμένοντας ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο, που βρισκόταν μπροστά του, να ολοκληρώσει τον ελιγμό που πραγματοποιούσε προκειμένου να σταθμεύσει στο άκρο δεξιό τμήμα του οδοστρώματος της οδού ...... Στη προκείμενη περίπτωση από τη συνολική εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού προέκυψε ότι, η ενάγουσα όταν αντελήφθη ότι το μεγαλύτερο τμήμα του πεζοδρομίου, στο οποίο βάδιζε αρχικά, αλλά και τμήμα του οδοστρώματος ήταν κατειλημμένα από δυο σταθμευμένα αυτοκίνητα και επί πλέον ότι, στο ελεύθερο τμήμα του οδοστρώματος, στο ίδιο ύψος με τα σταθμευμένα οχήματα και σε μικρή απόσταση από αυτά, ήταν προσωρινά σταματημένο το παραπάνω ογκώδες και μήκους 11 περίπου μέτρων φορτηγό, επέλεξε να κατέβει από το πεζοδρόμιο και να συνεχίσει τη πορεία της στο οδόστρωμα. Έτσι, χωρίς να περιμένει, συνέχισε τη πορεία της και κατεβαίνοντας από το πεζοδρόμιο βάδισε στο οδόστρωμα και συγκεκριμένα στο στενό και μικρό κενό χώρο, που υπήρχε ανάμεσα στα σταθμευμένα αυτοκίνητα και το προσωρινά ακινητοποιημένο φορτηγό. Όταν έφθασε περίπου στο ύψος της πόρτας του οδηγού, ο τελευταίος ξεκίνησε το όχημά του. Με τη κίνηση όμως αυτή το ογκώδες όχημα ήλθε σε επαφή με το σώμα της τελευταίας, η οποία έτσι έχασε την ισορροπία της και έπεσε στο οδόστρωμα, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ο μπροστινός τροχός να χτυπήσει τα πόδια της και να την τραυματίσει. Σύμφωνα με τα παραπάνω ο τραυματισμός της ενάγουσας οφείλεται στη συγκλίνουσα αμέλεια της ίδιας και του οδηγού του φορτηγού (πρώτου εναγόμενου), οι οποίοι δεν κατέβαλαν την κατ` αντικειμενική κρίση απαιτούμενη προσοχή... Ειδικότερα, η ηλικίας 71 ετών, κατά το χρόνο του ατυχήματος, ενάγουσα, όταν διαπίστωσε αφενός ότι, ήταν κατειλημμένο σχεδόν όλο το πεζοδρόμιο και τμήμα του οδοστρώματος της οδού ..., και αφετέρου ότι η ακινητοποίηση του φορτηγού στην ίδια οδό ήταν προσωρινή, όπως και το ότι η πορεία της, ως πεζής, θα ήταν ομόρροπη με τη κατεύθυνση των οχημάτων των κινούμενων στην οδό αυτή, όφειλε καταβάλλοντας τη δέουσα επιμέλεια και προσοχή, να περιμένει πρώτα να ελευθερωθεί το οδόστρωμα από το φορτηγό, το οποίο μάλιστα είχε μήκος 11 μέτρα και ήταν ογκώδες και μόνο τότε να κατέβει από το πεζοδρόμιο και να χρησιμοποιήσει το οδόστρωμα με ασφάλεια και χωρίς να εκθέσει τον εαυτό της σε άμεσο και προβλέψιμο κίνδυνο. Εν τούτοις, παρά το ότι είχε πλήρη εικόνα και αντίληψη των συνθηκών, φερόμενη απερίσκεπτα, κατέβηκε από το πεζοδρόμιο και χρησιμοποίησε το οδόστρωμα κατά τον προπεριγραφέντα επικίνδυνο τρόπο. Οσον αφορά τον οδηγό του φορτηγού, και αυτός δεν επέδειξε την επιμέλεια και προσοχή, που οφείλει και μπορεί να καταβάλει ο μέσος συνετός οδηγός. Ειδικότερα, ο τελευταίος οδηγούσε το ογκώδες και μήκους 11 μέτρων όχημά του σε κατοικημένη περιοχή και μάλιστα σε οδό που σταθμευμένα αυτοκίνητα καταλάμβαναν το πεζοδρόμιο και τμήμα του οδοστρώματος, χωρίς σύνεση και με διαρκώς τεταμένη τη προσοχή του, με αποτέλεσμα όταν, μετά από προσωρινή του στάση, ξεκίνησε και πάλι, δεν αντελήφθη τη κίνηση της πεζής δίπλα στο όχημά του, την οποία χτύπησε και τραυμάτισε. Σημειώνεται στο σημείο αυτό ότι δεν αποδείχθηκε πλήρως ο ισχυρισμός της ενάγουσας, ότι ο οδηγός του φορτηγού - πρώτος εναγόμενος ξεκίνησε πριν να ολοκληρώσει τους ελιγμούς στάθμευσης που επιχειρούσε το προπορευόμενο αυτού όχημα, ούτε ότι ο ίδιος, ξεκινώντας, ενήργησε ελιγμό προς τα αριστερά. Περαιτέρω, το ποσοστό, αμέλειας καθένα προσδιορίζεται σε ποσοστό 70% για την ενάγουσα και 30% για τον οδηγό του φορτηγού. Κατά συνέπεια, είναι κατά ένα μέρος βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, η παραδεκτά προβληθείσα από τους εναγόμενους σχετική νόμιμη ένσταση συνυπαιτιότητας της παθούσας (άρθρο 300 ΑΚ), η οποία επαναφέρεται με λόγο αντέφεσης, που συνέχεται με τα προσβληθέντα με την έφεση κεφάλαια. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε ότι η συνυπαιτιότητα του πρώτου εναγόμενου και ήδη πρώτου εφεσίβλητου - αντεφεσίβλητου ήταν μεγαλύτερη του ποσοστού του 30% (70%), εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, γενομένου δεκτού, ως ουσιαστικά βάσιμου, του σχετικού λόγου αντέφεσης των εναγόμενων και απορριπτομένου του αντίστοιχου λόγου έφεσης της ενάγουσας ως ουσιαστικά αβάσιμου...". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε βάσιμες κατ` ουσία την έφεση της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας και την ασκηθείσα με τις προτάσεις αντέφεση των εναγομένων - εφεσιβλήτων και ήδη αναιρεσιβλήτων και στην συνέχεια, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου που είχε κρίνει την ενάγουσα συνυπαίτια στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος κατά ποσοστό 30% και τον πρώτο εναγόμενο - οδηγό του ΙΧΦ αυτοκινήτου κατά ποσοστό 70%, έκρινε συνυπαίτια στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος την ενάγουσα - αναιρεσείουσα κατά ποσοστό 70% καθώς και τον πρώτο εναγόμενο και ήδη πρώτο αναιρεσίβλητο οδηγό του ΙΧΦ αυτοκινήτου κατά ποσοστό 30%.
Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση ότι με τις παραδοχές: α) ότι η ομόρροπη με τα κινούμενα επί της οδού ... οχήματα κίνηση της αναιρεσείουσας πεζής που αποτελεί στοιχείο της υπαιτιότητάς της παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας τα οποία επέβαλλαν την ομόρροπη με την κυκλοφορία των οχημάτων κίνησή της επί της ως άνω οδού, διότι ο δρόμος είναι μιας κατεύθυνσης (μονόδρομος) και β) ότι καίτοι ο οδηγός του ΙΧΦ αυτοκινήτου δεν πραγματοποίησε ελιγμό προς τα αριστερά δεν νοείται το όχημα να κινήθηκε με ευθεία πορεία και το σώμα της να ήρθε σε επαφή με εκείνο (ΙΧΦ αυτοκίνητο) εντούτοις διέγνωσε ότι ο οδηγός του οχήματος δεν πραγματοποίησε ελιγμό προς τα αριστερά, παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας σύμφωνα με τα οποία δεν νοείται το όχημα να κινείται με ευθεία πορεία και το σώμα της να ήρθε σε επαφή με το φορτηγό. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος διότι οι ανωτέρω αιτιάσεις δεν συνιστούν παραβιάσεις των διδαγμάτων της κοινής πείρας με την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ` αυτούς αλλά την εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών γεγονότων δηλ. την ουσία της υπόθεσης.
Αλλά με τις παραπάνω παραδοχές του, το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες για την συνδρομή της διαγνωσθείσας συντρέχουσας συνυπαιτιότητας της αναιρεσείουσας πεζής στην πρόκληση του ατυχήματος και στον εξ` αυτού τραυματισμό της, καθώς και την έλλειψη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπαίτιας συμπεριφοράς της ίδιας της αναιρεσείουσας και του επελθόντος ζημιογόνου αποτελέσματος, έτσι ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, ως προς την ορθότητα ή μη της εφαρμογής των προαναφερθέντων κανόνων ουσιαστικού δικαίου, ήτοι ως προς την σωστή ή μη εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών της υπαιτιότητας και του αιτιώδους συνδέσμου. Και τούτο διότι: α) Δεν προσδιορίζεται με αυτή σε ποιό σημείο του οδοστρώματος του ρεύματος πορείας του φορτηγού αυτοκινήτου εν σχέσει με την κατεύθυνση αυτού έλαβε χώρα ο τραυματισμός της ενάγουσας πεζής και ήδη αναιρεσείουσας καθώς επίσης και η ακριβής απόσταση μεταξύ των σταθμευμένων στην αριστερή πλευρά του οδοστρώματος αυτοκινήτων και του IX φορτηγού - ζημιογόνου οχήματος. β) Δεν αναφέρεται εάν ο οδηγός του φορτηγού αυτοκινήτου καθ` όν χρόνο ήταν προσωρινά ακινητοποιημένος μετά την κάθοδο της πεζής από το αριστερό πεζοδρόμιο και την κίνησή της στο μεταξύ των παρκαρισμένων στο αριστερό τμήμα του οδοστρώματος και του προσωρινά ακινητοποιημένου IX φορτηγού αυτοκινήτου υπάρχον κενό τμήμα του οδοστρώματος, αντιλήφθηκε ή μπορούσε να αντιληφθεί την πεζή και σε καταφατική περίπτωση από ποια απόσταση. γ) Δεν περιγράφονται οι ακριβείς συνθήκες και ο τρόπος τραυματισμού της αναιρεσείουσας πεζής αλλά απλώς εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι: "...όταν έφθασε στο ύψος της πόρτας του οδηγού, ο τελευταίος ξεκίνησε το όχημά του. Με την κίνηση όμως αυτή το ογκώδες όχημα ήλθε σε επαφή με το σώμα της τελευταίας η οποία έτσι έχασε την ισορροπία της και έπεσε στο οδόστρωμα, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ο μπροστινός τροχός να χτυπήσει τα πόδια της και να την τραυματίσει..." και ότι: "... όταν μετά από προσωρινή του στάση ξεκίνησε και πάλι, δεν αντελήφθη την κίνηση της πεζής δίπλα στο όχημά του, την οποία χτύπησε και τραυμάτισε...", χωρίς, ωστόσο, να εξειδικεύεται με ποιο τρόπο ο οδηγός του φορτηγού αυτοκινήτου μετά την εκκίνησή του από την προσωρινή ακινητοποίηση και χωρίς να πραγματοποιήσει ελιγμό προς τα αριστερά ήλθε σε επαφή με το σώμα της αναιρεσείουσας πεζής, η οποία, έτσι, έχασε την ισορροπία της και τούτο παρά το γεγονός ότι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τον ισχυρισμό της ενάγουσας αναιρεσείουσας πεζής ότι ο οδηγός του φορτηγού, ξεκινώντας, ενήργησε ελιγμό προς τα αριστερά και δ) Δεν προσδιορίζεται ο αιτιώδης σύνδεσμος της υπαίτιας συμπεριφοράς (κίνησης της πεζής στο οδόστρωμα) και του επελθόντος επιζήμιου αποτελέσματος.
Κατ` ακολουθία των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση πρέπει να θεωρηθεί ως μη ασκηθείσα ως προς τους πρώτο και δεύτερη των αναιρεσιβλήτων και κατά παραδοχή του δευτέρου λόγου αναίρεσης να αναιρεθεί στο σύνολό της η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την τρίτη των αναιρεσιβλήτων και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο τμήμα της προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλο Δικαστή (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί η τρίτη αναιρεσίβλητη στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της αναιρεσείουσας που κατέθεσε και προτάσεις (άρθρο 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται, ειδικότερα, στο διατακτικό. Τέλος, κατ` άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε` του ΚΠολΔ, λόγω της νίκης της αναιρεσείουσας και καταθέσασας πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου σ` αυτή (αναιρεσείουσα).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Θεωρεί ως μη ασκηθείσα την από 18-3-2014 αίτηση αναίρεσης της 747/2014 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, ως προς τους πρώτο και δεύτερη των αναιρεσιβλήτων.
Αναιρεί την ως άνω 747/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς ως προς την τρίτη αναιρεσίβλητη.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο τμήμα της, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλο Δικαστή.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στην καταθέσασα - αναιρεσείουσα.
Και
Καταδικάζει την τρίτη αναιρεσίβλητη στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Δεκεμβρίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Φεβρουαρίου 2016.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ρ.Κ.