Αριθμός 93/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Κωνσταντίνο Τσόλα, Ευφημία Λαμπροπούλου και Εμμανουήλ Κλαδογένη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 26 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Ν. Π. του Α., 2) Α. Π. του Α., 3) Χ. Π. του Α., 4) Β. Π. του Α., 5) Ι. Π. του Α. και 6) Β., χήρας Α. Π., το γένος Ν. και Α. Κ., κατοίκων ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Εμμανουηλίδη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσιβλήτου: Γ. Π. του Ι., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Πάσχο με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-2-2003 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Βόλου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 129/2006 μη οριστική, 262/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 131/2013 του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 12-1-2015 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Κωνσταντίνος Τσόλας, ανέγνωσε την από 15-10-2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η νομική αοριστία της αγωγής, στηρίζει λόγο αναιρέσεως για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ), συντρέχει δε αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο την αγωγή. Αντίθετα η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 ΚΠολΔ. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ.2, 118 παρ.4, 216 ΚΠολΔ, 914, 297, 298 ΑΚ, προκύπτει ότι στην αγωγή προς αποζημίωση από αδικοπραξία για την πληρότητα του δικογράφου πρέπει να αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου, τα γεγονότα που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας που επήλθε στον ενάγοντα, καθώς και τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν τη (θετική και αποθετική) ζημία του ενάγοντος. Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων (και ήδη αναιρεσίβλητος) με την από 25-2-2003 αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, ισχυρίστηκε ότι είναι κύριος του περιγραφομένου σε αυτή ακινήτου (αγροτεμαχίου με ισόγεια εξοχική κατοικία), που βρίσκεται στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου .... Ότι οι εναγόμενοι (και ήδη αναιρεσείοντες) είναι συγκύριοι ενός όμορου ακινήτου, το οποίο συνορεύει κατά την ανατολική του πλευρά με το ως άνω ακίνητό του. Ότι η στάθμη των δύο οικοπέδων λόγω της μορφολογίας του εδάφους της περιοχής βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο και χαμηλότερα σε σχέση με το επίπεδο του δρόμου, ενώ επιπλέον στην ιδιοκτησία του και στην όμορη ιδιοκτησία των εναγομένων, υπήρχε από παλαιά μία "αυλακιά", όπου συγκεντρώνονταν τα όμβρια ύδατα, η οποία ξεκινούσε από το κτήμα του (ενάγοντος), συνεχιζόταν στο κτήμα των εναγομένων και μετέπειτα διαμέσου των παρακείμενων κτημάτων κατέληγε στη θάλασσα και ότι οι εναγόμενοι από το έτος 1995, που απέκτησαν το ακίνητό τους, με παράνομες κατασκευές και επιχωματώσεις, μετέβαλαν τη μορφολογία του εδάφους, υπερύψωσαν το ακίνητό τους και κατάργησαν την υπάρχουσα "αυλακιά", με αποτέλεσμα τα νερά της βροχής να μη βρίσκουν διέξοδο και να λιμνάζουν στο ακίνητό του, το οποίο είναι σχεδόν βυθισμένο, ενώ περαιτέρω κατασκεύασαν αυθαίρετα βόθρο σε απόσταση τεσσάρων (4) μέτρων από τα υπάρχοντα εντός του οικοπέδου του πηγάδια, τα οποία πλέον αχρηστεύθηκαν λόγω των ακάθαρτων υδάτων που πέφτουν σε αυτά και ότι, συνεπεία των ανωτέρω παράνομων και υπαίτιων πράξεων των εναγομένων, υπέστη τις αναλυτικά αναφερόμενες (στην αγωγή) ζημίες καθώς και ηθική βλάβη. Με βάση τα ανωτέρω ζητούσε να αναγνωριστεί, ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να του καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, ως αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία που υπέστη και ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη το συνολικό ποσό των 209.506 ευρώ. Η ένδικη αγωγή περιέχει όλα τα κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ αναγκαία στοιχεία για τη νομική θεμελίωση και δικαστική της εκτίμηση, δεδομένου ότι αναφέρονται σ’ αυτή τόσο οι πράξεις στις οποίες (κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος) οι εναγόμενοι παρανόμως και υπαιτίως από κοινού προέβησαν όσο και η ζημία που προκλήθηκε σε αυτόν (ενάγοντα) συνεπεία των αναλυτικά αναφερομένων πράξεων. Δεν απαιτείτο δε για τη νομική πληρότητα του δικογράφου της αγωγής η αναφορά ότι το ακίνητο του ενάγοντος ήταν αγροτικό ή ότι βρίσκεται σε περιοχή χωρίς οργανωμένο σύστημα υπονόμων, όπως αντιθέτως οι αναιρεσείοντες διατείνονται, ούτε απαιτείτο ο ειδικότερος προσδιορισμός των επί μέρους ζημιών και του ύψους για την αποκατάσταση της κάθε ζημίας, αφού ο προσδιορισμός αυτός μπορεί να γίνει από τις αποδείξεις.
Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου πέμπτος λόγος, κατά το δεύτερο μέρος του, από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι η ένδικη αγωγή είναι αόριστη και η προσβαλλομένη απόφαση που δεν την απέρριψε (για το λόγο αυτό) υπέπεσε στην εν λόγω αναιρετική πλημμέλεια, είναι αβάσιμος.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 937 ΑΚ "Η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση". Ως γνώση της ζημίας για να αρχίσει η πενταετής παραγραφή νοείται η γνώση των επιζήμιων συνεπειών της πράξης, διότι η αξίωση για αποζημίωση γεννάται από τότε που η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά άρχισε να αναδίδει επιζήμιες συνέπειες, οπότε και μπορεί να ασκηθεί η σχετική αγωγή. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα άρθρα 269 και 237 ΚΠολΔ, όταν η διαδικασία εκδίκασης της διαφοράς είναι προφορική και γραπτή, για την παραδεκτή προβολή αυτοτελών ισχυρισμών, πρέπει αυτοί να περιέχονται και στις προτάσεις, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις εξαιρέσεις της παρ. 2 του πρώτου άρθρου, οπότε οι αυτοτελείς ισχυρισμοί μπορούν να προταθούν προφορικά έως και τη συζήτηση, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση που αυτοί (ισχυρισμοί) αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου (άρθρο 269 παρ. 2γ ΚΠολΔ). Η δε σχετική παράβαση ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όταν το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε ως απαράδεκτο αυτοτελή ισχυρισμό, κατά παράβαση της οικείας δικονομικής διάταξης των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔ, καθώς και με τον αναιρετικό λόγο από τον αρ. 8 του ίδιου άρθρου, εφόσον ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός και όλα τα θεμελιωτικά του στοιχεία, προβλήθηκαν παραδεκτά και νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, οι αναιρεσείοντες προέβαλαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Πολυμελές Πρωτοδικείο Βόλου) με προφορική δήλωση που καταχωρίστηκε στα πρακτικά, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, την ένσταση παραγραφής της ένδικης αξίωσης, κατ’ άρθρο 937 ΑΚ. Η ένσταση αυτή απερρίφθη ως απαράδεκτη, διότι δεν περιείχετο στις προτάσεις των εναγομένων. Οι τελευταίοι με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, ισχυρίστηκαν ότι η ως άνω ένσταση παραγραφής υποβλήθηκε παραδεκτά το πρώτον στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (με δήλωση που καταχωρίστηκε στα πρακτικά και όχι με τις προκατατεθείσες προτάσεις τους), διότι συνέτρεχε η προβλεπομένη από την παρ. 2 εδ. γ’ του άρθρου 269 ΚΠολΔ εξαίρεση, αφού ο ενάγων με την αγωγή του ισχυρίζεται ότι οι εναγόμενοι από το έτος 1995, που αγόρασαν το οικόπεδο τους άρχισαν να προβαίνουν σταδιακά σε παράνομες πράξεις και ως εκ τούτου η βασιμότητά της αποδεικνύεται με τη δικαστική ομολογία αυτού (ενάγοντος). Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε το λόγο της έφεσης ως αβάσιμο, με την αιτιολογία ότι αφετηρία της πενταετούς παραγραφής δεν αποτελεί ο χρόνος έναρξης των οικοδομικών εργασιών, που κατά τους ισχυρισμούς των εναγομένων ομολογεί ο ενάγων, αλλά ο χρόνος κατά τον οποίο ο παθών (ενάγων) έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο προς αποζημίωση και ότι κατά συνέπεια δεν υφίσταται η επικαλούμενη ομολογία (για την απόδειξη της ένστασης παραγραφής) και συνακόλουθα δεν συντρέχει η ανωτέρω εξαίρεση (της παρ. 2 εδ. γ’ του άρθρου 269 ΚΠολΔ) για το παραδεκτό της ένστασης. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο, δεδομένου ότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η ανωτέρω ένσταση, μη αποδεικνυομένη με δικαστική ομολογία, δεν προβλήθηκε παραδεκτά και κατά συνέπεια ο σχετικός αντίθετος πρώτος λόγος, κατά το πρώτο μέρος του, από τον αριθ.14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Οι αναιρεσείοντες με τον ίδιο λόγο, κατά το δεύτερο και τρίτο μέρος του, από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την έλλειψη νόμιμης βάσης όσον αφορά την απόρριψη του πιο πάνω λόγου έφεσής τους, αφενός λόγω αντιφατικής αιτιολογίας, διότι απέρριψε την ως άνω ένσταση παραγραφής ταυτοχρόνως ως απαράδεκτη και ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και αφετέρου λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών, διότι δεν προσδιορίζεται πότε ο ενάγων έλαβε γνώση της ζημίας. Ο λόγος αυτός κατά δεύτερο μέρος του είναι αβάσιμος, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση η ένσταση παραγραφής απερρίφθη ως απαράδεκτη με την προεκτεθείσα αιτιολογία και όχι ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, όπως οι αναιρεσείοντες (εσφαλμένα) υπολαμβάνουν. Ο ίδιος λόγος, κατά το τρίτο μέρος του, είναι απαράδεκτος, διότι ο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης προϋποθέτει, ότι το δικαστήριο εισήλθε στην ουσία της υπόθεσης και διατύπωσε αποδεικτικό πόρισμα και κατά συνέπεια δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο απέρριψε ένσταση ως απαράδεκτη, όπως εν προκειμένω.
Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 εδ. β’ και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά (πράξη ή η παράλειψη) του δράστη, ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε κυριαρχικώς ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ορισμένο, γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας η παράβαση των οποίων ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του αρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Αντίθετα, η κρίση ότι η πράξη ή η παράλειψη υπήρξε ένας από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος, αφορά τα πράγματα και δεν ελέγχεται ακυρωτικώς. Περαιτέρω από τη διάταξη του αρθρ. 300 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση ζημίας και συνεπώς και από αδικοπραξία, προκύπτει ότι, όταν στη γένεση ή στην επέλευση της ζημίας συντέλεσε και πταίσμα του ζημιωθέντος, κατά την έννοια της διάταξης του αρθρ. 330 ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας μπορεί, κατά την ελεύθερη κρίση του, αφού σταθμίσει τις περιστάσεις και ιδιαίτερα το βαθμό του πταίσματος του ζημιωθέντος και του ζημιώσαντος ή να μη επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Στην περίπτωση αυτή, η μεν κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για τη συνδρομή ή όχι πταίσματος του ζημιωθέντος, η οποία είναι κρίση σχετική με νομική έννοια, υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο κατά τις διατάξεις του αρθρ. 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ, η κρίση όμως για τη βαρύτητα του πταίσματος και για τον καθορισμό του ποσοστού κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, δεν υπόκειται στον έλεγχο αυτό, γιατί αφορά εκτίμηση πραγμάτων (ΑΠ 347/2010, ΑΠ. 1329/2007, ΑΠ 1197/2005). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Τούτο συμβαίνει αν, για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που αυτός απαιτεί, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται.
Περαιτέρω, κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται έτσι εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και, επομένως, αιτιολογία της αποφάσεως ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως από το άρθρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο ενάγων (και ήδη αναιρεσίβλητος) είναι κύριος ενός αγροτεμαχίου, εμβαδού 2.729 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση ... της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου ..., με πρόσοψη επί της επαρχιακής οδού ...-... Εντός του αγροκτήματος υπάρχουν οπωροφόρα δέντρα και δύο πηγάδια, καθώς και ισόγεια κατοικία, εμβαδού 80 τ.μ., την οποία ο ενάγων ανήγειρε το έτος 1987 δυνάμει της υπ’ αριθμ. …/1987 αδείας της Πολεοδομίας .... Την ιδιοκτησία του αυτή ο ενάγων είχε περιτοιχίσει με τοιχοποιία από τσιμεντόλιθους και σιδηροπασάλους με συρματόπλεγμα επ’ αυτών. Το ανωτέρω ακίνητο συνορεύει προς δυσμάς με το ακίνητο των εναγομένων (και ήδη αναιρεσειόντων), εμβαδού 2.412 τ.μ., το οποίο έχει κοινή πλευρά με την ιδιοκτησία του ενάγοντος και περιήλθε στους δεύτερο, τρίτη, τέταρτη, πέμπτο και έκτο των εναγομένων κατά την ψιλή κυριότητα και στον πρώτο κατά το δικαίωμα της επικαρπίας δυνάμει των υπ’ αριθμ. .../1995 και .../1995 συμβολαίων αντίστοιχα του συμ/φου ... ................. . Οι ίδιοι όντες συγκύριοι και άλλου όμορου μικρότερου ακινήτου έκτασης 410 τ.μ., τα συνένωσαν σε ένα ενιαίο ακίνητο έκτασης 2.822 τ.μ. Επί του ακινήτου τους αυτοί οι εναγόμενοι το έτος 1998 ανήγειραν από κοινού διώροφη οικοδομή με ενοικιαζόμενα δωμάτια, εστιατόριο snack bar, παντοπωλείο και πρατήριο υγρών καυσίμων, καθώς και βοηθητικούς χώρους, πέργολα, βεράντες σκεπασμένες και ακάλυπτες και πισίνα. Η περιοχή όπου βρίσκονται τα παραπάνω ακίνητα είναι εξαιρετικά προβληματική από την άποψη της απορροής των όμβριων υδάτων, καθώς πρόκειται για λεκάνη που βρίσκεται χαμηλότερα από την επαρχιακή οδό αλλά και από τη δευτερεύουσα οδοποιία της ευρύτερης περιοχής με αποτέλεσμα να εγκλωβίζονται τα ύδατα στα υψομετρικά ταπεινότερα σημεία της λεκάνης. Για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης οι ιδιοκτήτες έχουν κατασκευάσει διάφορα αποστραγγιστικά τεχνικά, είτε με σωληνωτούς ή κιβωτιόσχημους οχετούς είτε με απλές "αυλακιές", ώστε να διοχετεύονται τα νερά από τη μία ιδιοκτησία στην άλλη και στο τέλος στη θάλασσα. Οι εναγόμενοι κατά την ανέγερση της οικοδομής τους και κυρίως κατά τη διαμόρφωση του ακάλυπτου χώρου του ακινήτου τους προέβησαν από κοινού, καθ’ υπέρβαση της υπ’ αριθμ. ...1998 οικοδομικής αδείας τους στο μπάζωμα 116,30 τ.μ, στο κοινό όριο του οικοπέδου τους με αυτό του ενάγοντος και σε υπερύψωση του ακινήτου τους κατά μέσο ύψος 1,70 μ. Το μπάζωμα εγκιβωτίζεται με πλευρικό τοίχο αντιστήριξης από τσιμεντόλιθους και σενάζ οπλισμένου σκυροδέματος. Ο τοίχος αυτός έχει κατασκευαστεί εντός της ιδιοκτησίας των εναγομένων με την εξωτερική του πλευρά σε επαφή κατά μήκος του κοινού ορίου των δύο ιδιοκτησιών. Με την υπερύψωση του ακινήτου των εναγομένων, την επιχωμάτωση του ακάλυπτου χώρου, όπου κατασκευάστηκε η πισίνα και το γήπεδο, και την ανέγερση του τοιχίου καταργήθηκε ο υφιστάμενος έως τότε αύλακας απορροής υδάτων, που επέτρεπε τα νερά της βροχής να διοχετεύονται από την ιδιοκτησία του ενάγοντος στην ιδιοκτησία των εναγομένων με απώτερη κατάληξη τη θάλασσα, Η μη λήψη μέριμνας από τους εναγομένους, ώστε το υπάρχον αυλάκι στην ιδιοκτησία του ενάγοντα να συνεχίσει έστω και υπογείως στην ιδιοκτησία τους, έχει ως συνέπεια τη συγκέντρωση στο ακίνητο του ενάγοντος εξαιρετικά μεγάλων ποσοτήτων υδάτων σε περίοδο βροχών, που μετατρέπουν το αγροτεμάχιο του σε λίμνη, διότι τα όμβρια ύδατα συλλεγόμενα από μεγάλη λεκάνη απορροής δεκάδων στρεμμάτων και ακολουθούντα την κλίση του φυσικού εδάφους βρίσκουν εμπόδιο στον τοίχο και το μπάζωμα των εναγομένων, εγκλωβίζονται και πλημμυρίζουν το αγρόκτημα και την οικοδομή του ενάγοντος...Ο ισχυρισμός, των εκκαλούντων ότι σε ουδεμία παράνομη πράξη προέβησαν, ότι ουδέποτε υπήρξε δουλεία διοχέτευσης νερών και ότι το ακίνητο τους δεν ήταν χαμηλότερο του ενάγοντος κρίνονται απορριπτέα στην ουσία τους. Συνεπεία των ανωτέρω παράνομων ενεργειών των εναγομένων και της συγκέντρωσης υδάτων κατέπεσε το έτος 2002 ο βόρειος τοίχος του οικοπέδου του ενάγοντος και προκλήθηκαν καθιζήσεις στην οικία του και ρωγμές στις εξωτερικές τοιχοποιίες αυτής ,ενώ περαιτέρω συνέπεια της διαμορφωθείσας κατάστασης υπήρξε η μείωση της αξίας του αγροκτήματος του. Οι εκκαλούντες χωρίς να αμφισβητούν ειδικά και ορισμένα το ύψος των επιδικασθέντων κονδυλίων ισχυρίζονται ότι καμία υποβάθμιση της αξίας του ακινήτου του ενάγοντος επήλθε διότι το πρόβλημα των νερών στον "..." ... είναι προσωρινό και αναμένεται ιδιαίτερη μελέτη και έργο απορροής, το οποίο θα λύσει το πρόβλημα. Ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται απορριπτέος, διότι η μελλοντική ενδεχομένως επίλυση του προβλήματος δεν αναιρεί την παρούσα ζημιογόνο κατάσταση. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι συνυπαίτιος στο γεγονός της συγκέντρωσης των υδάτων στο ακίνητο του είναι και ο ενάγων σε ποσοστό 25% αφενός διότι έχει περιορίσει και μέσα στο χώρο της ιδιοκτησίας του τον αύλακα απορροής των όμβριων υδάτων και αφετέρου, διότι δεν έχει φροντίσει για την αποτροπή εισροής πρόσθετων υδάτων λόγω της επιφανειακής απορροής των υδάτων του δρόμου. Αντίθετα η ράμπα εισόδου στην ιδιοκτησία του λειτουργεί ως ράμπα υποδοχής υδάτων". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε εν μέρει ως κατ’ ουσίαν βάσιμη την ένδικη αγωγή αποζημίωσης και στη συνέχεια απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων κατά της πρωτόδικης απόφασης που είχε κρίνει ομοίως.
Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, ενόψει του ότι στην απόφασή του υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά απ’ αυτήν και υπήχθησαν στην εν λόγω διάταξη. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις πιο πάνω ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ανωτέρω άρθρου, καθώς ειδικότερα παρακάτω εκτίθεται.
Συνεπώς, είναι αβάσιμος ο τέταρτος λόγος, κατά το πρώτο μέρος του, από τον αριθ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται τα αντίθετα. Ο εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 λόγος αναίρεσης συντρέχει όταν υπάρχει παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου εφόσον ο κανόνας αυτός απετέλεσε την μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τους δεύτερο και τρίτο, κατά το πρώτο και δεύτερο μέρος του, λόγους μέμφονται το Εφετείο για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1024, 1004 και 1005 ΑΚ. Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι, διότι στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο δεν ασχολήθηκε με την εφαρμογή ή μη των εν λόγω διατάξεων και στήριξε την ευθύνη των αναιρεσειόντων για αποζημίωση του αναιρεσιβλήτου στις διατάξεις περί αδικοπραξιών (914, 297, 298, 330, 932 ΑΚ).
Περαιτέρω, από τις ως άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, στο αποδεικτικό της πόρισμα, προκύπτει ότι έχει νόμιμη βάση, γιατί καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, το πραγματικό των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, τις οποίες η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της όλα τα αναγκαία περιστατικά που στηρίζουν με επάρκεια το σαφές ως άνω αποδεικτικό της πόρισμα και δη προσδιορίζει με σαφήνεια και πληρότητα τις ενέργειες και παραλείψεις στις οποίες προέβησαν οι εναγόμενοι- αναιρεσείοντες, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την κατάργηση του υφιστάμενου έως τότε αύλακος απορροής υδάτων, (που επέτρεπε τα νερά της βροχής να διοχετεύονται από την ιδιοκτησία του αναιρεσιβλήτου στην ιδιοκτησία τους με απώτερη κατάληξη τη θάλασσα), είναι δε η συμπεριφορά αυτή των αναιρεσειόντων υπαίτια και παράνομη, υπό την προεκτεθείσα έννοια και ικανή και πρόσφορη κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας να προκαλέσει το ζημιογόνο αποτέλεσμα, το οποίο και προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση κατά τις ανέλεγκτες κατά τούτο παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως, οι τέταρτος λόγος, κατά το δεύτερο μέρος του, και τρίτος, κατά το τέταρτο μέρος του, από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Οι αναιρεσείοντες με τον ως άνω τέταρτο λόγο, κατά το δεύτερο μέρος του, προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και την αιτίαση της έλλειψης νόμιμης βάσης λόγων ανεπαρκών αιτιολογιών αναφορικά με τη βαρύτητα του (συντρέχοντος) πταίσματος του ενάγοντος και τον καθορισμό του ποσοστού κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση. Η αιτίαση αυτή, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, είναι απαράδεκτη, διότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για τα εν λόγω ζητήματα, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, δεδομένου ότι αφορά εκτίμηση πραγμάτων.
Κατά το άρθρο 261 εδ. β’ ΚΠολΔ "Εφόσον δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια κάποιου πραγματικού ισχυρισμού, απόκειται στο δικαστήριο να κρίνει, σε συνδυασμό με τη γενική άρνηση και το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων, αν συνάγεται ομολογία ή άρνηση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι προϋπόθεση για να συναγάγει το δικαστήριο της ουσίας από τη γενική άρνηση του διαδίκου και το σύνολο των ισχυρισμών του ομολογία για κάποιο πραγματικό ισχυρισμό, που αποτελεί στοιχείο της αγωγής ή της ένστασης, είναι η μη αμφισβήτηση του πραγματικού αυτού ισχυρισμού.
Επομένως, αν δεν υπάρχει η ειδική αυτή αμφισβήτηση, η ύπαρξη της οποίας και μόνο ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, ο τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, δηλαδή η ευχέρεια να συναγάγει ομολογία ή άρνηση του συγκεκριμένου ισχυρισμού δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο διότι αποτελεί εκτίμηση πραγμάτων. Μόνο δε εάν υπάρχει τέτοια ειδική αμφισβήτηση του κρίσιμου ισχυρισμού, η ύπαρξη της οποίας επίσης ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, και παρά ταύτα το δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε ομολογία αυτού, υποπίπτει τούτο στην πλημμέλεια που προβλέπεται από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. β’ του ΚΠολΔ, δηλαδή εκείνη της παρά το νόμο λήψης υπόψη απόδειξης που δεν προσκομίστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον πέμπτο λόγο, κατά το πρώτο μέρος του, από τον αριθ.11 περ. β’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, μέμφονται το Εφετείο, διότι, ενώ αυτοί προέβαλαν με το εφετήριο και τις προτάσεις τους ειδική αμφισβήτηση της ζημίας του αναιρεσιβλήτου, της αιτίας και της έκτασής της, εν τούτοις αυτό συνήγαγε δικαστική ομολογία τους και εδέχθη ως αποδειγμένα από αυτή τα κονδύλια της αγωγής, που επιδίκασε, χωρίς να τα ερευνήσει περαιτέρω, λαμβάνοντας έτσι υπόψη, παρά το νόμο, απόδειξη που δεν προσκομίστηκε. Όπως προκύπτει από την, κατ’ άρθρ. 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, επισκόπηση των προσκομιζομένων εγγράφων (εφετηρίου και προτάσεων ενώπιον του Εφετείου) οι αναιρεσείοντες δεν αμφισβήτησαν ειδικώς τα επιδικασθέντα με την πρωτόδικη απόφαση κονδύλια της ζημίας που ο αναιρεσίβλητος υπέστη εξαιτίας των πιο πάνω ενεργειών των αναιρεσειόντων. Δεν συνιστά δε τέτοια αμφισβήτηση όσα στα ως άνω διαδικαστικά έγγραφα αναφέρονται αναφορικά με την αοριστία της ένδικης αγωγής.
Συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος είναι αβάσιμος. Τέλος, οι αναιρεσείοντες με τον τρίτο λόγο, κατά το τρίτο μέρος του, από τον αριθ. 8 περ. α’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ψέγουν το Εφετείο, διότι έλαβε υπόψη "πράγματα" που δεν προτάθηκαν και ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και συγκεκριμένα δέχθηκε, ότι αυτοί διατάραξαν την κυριότητα και νομή του αναιρεσιβλήτου, με το να κατασκευάσουν τοίχο, παρανόμως εντός της ιδιοκτησίας του, χωρίς να προβληθεί τέτοιος ισχυρισμός εκ μέρους του. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού δεν υπάρχει σχετική παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί κατά την παρ.4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του ν. 4055/2012, η εισαγωγή του κατατεθέντος από τους αναιρεσείοντες παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο. Εξάλλου, οι αναιρεσείοντες πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183, 191 παρ.2), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 12 Ιανουαρίου 2015 αίτηση των: 1) Ν. Π., 2) Α. Π., 3) Χ. Π., 4) Β. Π., 5) Ι. Π. και 6) Β., χήρας Α. Π., για αναίρεση της 131/2013 απόφασης του Εφετείου Λάρισας.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τους αναιρεσείοντες παραβόλου.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Νοεμβρίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 25 Ιανουαρίου 2016.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ρ.Κ.