ΑΡΙΘΜΟΣ 33/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Γεωργέλλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρυσούλα Παρασκευά, Μαρία Χυτήρογλου, Αρτεμισία Παναγιώτου και Χρήστο Βρυνιώτη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Δεκεμβρίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1.Δ. Ν. του Γ., κατοίκου... που δεν παρέστη στο ακροατήριο και 2.Ν.-Π. Ν. του Γ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Κανελλόπουλο, περί αναιρέσεως της υπ` αριθμ. 657/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου.
Το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ` αριθμ. 6319/9.9.2015 αίτησή τους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 977/2015.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του παρόντος αναιρεσείοντα, Ν.-Π. Ν., που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε: α) να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, του 1ου αναιρεσείοντος Δ. Ν. και β) να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης του 2ου αναιρεσείοντος Ν.-Π. Ν.,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι υπό κρίση από 8.9.2015 και 8.9.2015 αιτήσεις (δηλώσεις) αναιρέσεως του Δ. Ν. και Ν.-Π. Ν. κατά της υπ` αριθμ. 657/2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ναυπλίου, πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς.
Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ` ΚΠοινΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Κατά το άρθρο 514 εδ. α` του ίδιου Κώδικα, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα υπό ημερομηνία 27.10.2015 και 20.10.2015 αποδεικτικά επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών … και … (δικαστικής επιμελήτριας του Αρείου Πάγου) αντίστοιχα, ο αναιρεσείων Δ. Ν. του Γ. κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, στη δηλωθείσα στην αναίρεσή του διεύθυνση, στην ..., στην οδό ..., για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής (8.12.2015), πλην, όμως, δεν εμφανίσθηκε κατ` αυτήν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, ενώπιον του Δικαστηρίου, τούτου. Κατά συνέπεια η υπό κρίση από 8.9.2015 αίτηση (δήλωση) αναίρεσης του Δ. Ν. του Γ. πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα αυτόν τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
Περαιτέρω η από 8.9.2015 αίτηση (δήλωση) αναίρεσης του Ν.-Π. Ν. κατά της 657/2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ναυπλίου, ασκήθηκε νομότυπα, εμπρόθεσμα και παραδεκτά, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσία. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ από τον συνήγορο ή τον κατηγορούμενο και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή της μείωσης της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είναι αναγκαία, κατά την οικεία διάταξη, για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για την κατηγορούμενο συμπέρασμα. Δεν αρκεί όμως απλώς η αναφορά της διατάξεως ή η επανάληψη της εκφράσεως του νόμου. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντική περίσταση θεωρείται, μεταξύ άλλων, η προβλεπόμενη από την παρ. 2 του άρθρου 84 ΠΚ, με στοιχείο ε`, ήτοι ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκα καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη. Για να συντρέξει δε η ελαφρυντική αυτή περίσταση πρέπει η συμπεριφορά του κατηγορουμένου να εκτείνεται σε μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα και υπό καθεστώς ελευθερίας του, διότι τότε μόνον η επιλογή του αντανακλά στην γνήσια ψυχική του στάση και παρέχει αυθεντική μαρτυρία ως προς την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιαθέσεώς του για βελτιωμένη ήσυχη και χωρίς παραπτώματα διαβίωση για την οποία πρέπει να επιβραβευθεί. Ήτοι απαιτείται, εκτός από το μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα, η συνδρομή και άλλων περιστατικών δηλωτικών της αρμονικής διαβίωσης του δράστη στην κοινωνία μετά την πράξη. Η καλή όμως συμπεριφορά δεν εννοείται ως παθητικά καλή διαγωγή ή ως μη κακή, ή μόνον ως απουσία παραβατικότητας. Περιλαμβάνει και τη θετική δραστηριότητα του υπαιτίου η οποία εκδηλώνεται αυτοβούλως ως αποτέλεσμα της ηθικής και ψυχικής μεταστροφής του δράστη και όχι ως αποτέλεσμα φόβου ή καταναγκασμού ή για να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις υποβολής ενός τέτοιου ισχυρισμού, οπωσδήποτε δε πρέπει να υπάρχει συμπεριφορά μαρτυρούσα την αληθή ψυχική του μεταβολή προς το καλύτερον.
Συνεπώς, για το ορισμένο του άνω ισχυρισμού του δράστη διαβιούντος υπό καθεστώς ελευθερίας, μη κρατούμενου σε φυλακή, δεν αρκεί η επίκληση καλής και συνήθους συμπεριφοράς και δη εργασίας και ομαλής οικογενειακής ζωής και μόνον, αλλά πρέπει να επικαλεσθεί ο κατηγορούμενος πραγματικά περιστατικά, θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεώς του μετά την τέλεση της πράξης και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Δηλαδή πρέπει να εκτίθενται για τη θεμελίωση του ισχυρισμού και τα θετικά στοιχεία μετά την πράξη του, από τα οποία να προκύπτει σαφής μεταστροφή του χαρακτήρα του και όχι μόνο το σύνηθες συμβαίνον για κάθε μέσο κοινωνικό άνθρωπο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του κατηγορούμενου-αναιρεσείοντα στο στάδιο της αγόρευσής του, ζήτησε να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε`, ότι:" ο κατηγορούμενος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του." Όπως, διατυπώθηκε και καταχωρήθηκε στα πρακτικά ο παραπάνω αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορούμενου δεν περιέχει, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή του, αφού δεν αρκεί μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως που τον προβλέπει, ή του χαρακτηρισμού με τον οποίο είναι γνωστός ο αυτοτελής ισχυρισμός και δη δεν επικαλέσθηκε για τη θεμελίωσή του και τη θεώρησή του ως ορισμένου, πραγματικά περιστατικά θετικής δραστηριότητας και δηλωτικά της αρμονικής διαβιώσεως και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την τέλεση της πράξης. Επομένως, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα επί του ως άνω, προεχόντως, αόριστου ισχυρισμού, πολύ δε περισσότερο να αιτιολογήσει με την προσβαλλόμενη απόφασή του την επ`αυτού απορριπτική του κρίση. Κατά συνέπεια, ο συναφής από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ` του ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος υπό την ειδικότερη ως άνω αιτίαση, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη του προβληθέντος από το συνήγορο του αναιρεσείοντος αυτοτελούς ισχυρισμού περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε` Π.Κ. είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του αρ. 349 παρ. 3 εδ. α` του ΠΚ, "όποιος κατ` επάγγελμα ή από κερδοσκοπία, προάγει στην πορνεία γυναίκες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δέκα οκτώ μηνών και μη χρηματική ποινή". Η αναφερόμενη διάταξη δεν έχει θιγεί με το αρ. 7 του Ν. 3064/2002 και απλώς προστέθηκε εδ. 2, που προβλέπει την τέλεση της πράξεως από υπάλληλο, ως επιβαρυντική περίσταση. Προαγωγεία στην πορνεία νοείται η καθοιονδήποτε τρόπο (με παροτρύνσεις, πιέσεις, συστάσεις κλπ) και με οποιαδήποτε μέσα (με παροχή καταλύματος, ανεύρεση ερωτικών συντρόφων, άσκηση ψυχολογικής βίας κλπ), παρακίνηση της γυναίκας, που δεν είναι ακόμη πόρνη, να τραπεί στην πορνεία ή και η ενίσχυση της τυχόν ειλημμένης και μη πραγματοποιηθείσας ακόμη αποφάσεως αυτής να πράξει τούτο. Δράστης μπορεί να είναι είτε άνδρας είτε γυναίκα, θύμα όμως μόνο γυναίκα, αδιακρίτως ηλικίας, ενήλικη δηλαδή ή και ανήλικη. Δεν είναι αναγκαίο να υπάρχουν περισσότερες γυναίκες θύματα (ούτε από τη χρήση του όρου "γυναίκες" προκύπτει το αντίθετο), ούτε επίσης η γυναίκα να είναι "αμέμπτων" ηθών ή ανήλικη. Είναι όμως αναγκαίο, να μην είναι αυτή ήδη πόρνη, υπό την έννοια που αναφέρεται παρακάτω. Η άποψη ότι αρκεί και η παρακίνηση της ήδη εταιριζόμενης γυναίκας, να συνεχίσει τη δραστηριότητά της αυτή, δεν έχει επικρατήσει. Στοιχείο επομένως του εγκλήματος της μαστροπείας είναι, η προαγωγεία στην πορνεία να αφορά γυναίκα που δεν είναι ήδη πόρνη. Πορνεία είναι η παράδοση του ιδίου σώματος, σε περισσότερα πρόσωπα άνευ εκλογής, για σαρκική επαφή, έναντι χρηματικής ή άλλης υλικής αμοιβής. Η προαγωγεία στην πορνεία, πρέπει επίσης να γίνεται κατ` επάγγελμα ή από κερδοσκοπία ή και από τα δύο αυτά. Κατ` επάγγελμα άσκηση της μαστροπείας υπάρχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός αυτού για τον πορισμό εισοδήματος, αρκεί δε το όφελος του δράστη και από μία μόνο γυναίκα. Δεν απαιτείται η απόδειξη και αναφορά στην απόφαση του συγκεκριμένου προσώπου, στο οποίο παρέχεται έναντι αμοιβής η σαρκική ηδονή. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση και τη θέληση των στοιχείων της πράξεως, αρκεί δε και ο ενδεχόμενος δόλος. [Α.Π. 1326/2014, Α.Π.250/2013].
Εξάλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε.
Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Ναυπλίου μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των μνημονευομένων κατά το είδος τους αποδεικτικών μέσων, ήτοι τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων (κατηγορίας και υπεράσπισης) που εξετάσθηκαν νομότυπα ενώπιόν του, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, την απολογία του κατηγορουμένου και όλα αναιξεραίτως τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν και την όλη αποδεικτική διαδικασία, δέχθηκε, ανελέγκτως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή μεταφορά: "Ο α` κατηγορούμενος (νυν αναιρεσείων), ως ιδιοκτήτης επιχείρησης και ο β` ως υπεύθυνος καταστήματος "...", προήγαγαν στην πορνεία τις δύο εργαζόμενες, ως σερβιτόρες, στο κατάστημα αυτό Ι. Τ. και Α. Μ. και ειδικότερα, είχαν διαμορφώσει στο ως άνω κατάστημα, ξεχωριστό χώρο, σε μία γωνία, πίσω από ξύλινα κάγκελα και γλάστρες με φυτά, όπου συνευρίσκοντο ερωτικά με πελάτες του καταστήματος, αφού πρώτα στους τελευταίους καταβαλόταν το αντίτιμο των 100 ευρώ για κάθε κοπέλα. Περαιτέρω από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι οι ως άνω εργαζόμενες ήταν ήδη πόρνες πριν προσληφθούν στην παραπάνω επιχείρηση.
Συνεπώς, πρέπει, απορριπτομένου σχετικού ισχυρισμού των κατηγορουμένων, περί μετατροπής της κατηγορίας, σε διευκόλυνση αλλότριας ακολασίας, να κηρυχθούν αυτοί ένοχοι και οι δύο της αποδιδόμενης σ` αυτούς αξιόποινης πράξης, καθόσον από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι ο α` κατηγορούμενος δεν είχε καμμία συμμετοχή στην πράξη και ότι τυπικά είχε εκδοθεί επ` ονόματί του η άδεια λειτουργίας...".
Ακολούθως το δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους του ότι: "Στην …, στις 8 Φεβρουαρίου 2008 από κοινού ενεργώντας, κατ` επάγγελμα προήγαγαν στην πορνεία γυναίκες και συγκεκριμένα ως ιδιοκτήτης καταστήματος ο α` και υπεύθυνος καταστήματος ο β` κατηγορούμενος με την επωνυμία "..." προήγαγαν συστηματικά στην πορνεία τις εργαζόμενες ως σερβιτόρες στο κατάστημά τους, τις οποίες υποχρέωναν αφού κατανάλωναν ποτά με τους πελάτες τους, να συνευρίσκονται ερωτικά με πελάτες εντός του καταστήματος σε ειδικά διαμορφωμένο για το σκοπό αυτό χώρο, αντί χρηματικού ποσού. Ειδικότερα, κατά την ως άνω ημερομηνία υποχρέωσαν την Ι. Τ. και Α. Μ., να συνευρεθούν ερωτικά με τους ευρισκομένους σε διατεταγμένη υπηρεσία αστυνομικούς Β. Γ. και Π. Τ., οι οποίοι τους κατέβαλαν συνολικά το ποσό των διακοσίων (200) ευρώ και για τις δύο, από το οποίο μέρος αυτού θα παρακρατούσαν οι ίδιοι ως εργοδότες και το υπόλοιπο θα κατέβαλαν σ` αυτές με αμοιβή τους". Τέλος το δικαστήριο απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό των κατηγορουμένων για αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2, περ. ε` ΠΚ, δηλαδή του ότι οι κατηγορούμενοι συμπεριφέρθηκαν καλά, για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη τους. Με αυτά που δέχθηκε το άνω δίκασαν δικαστήριο, σε συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού που αλληλο συμπληρώνονται, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αναφορικά με τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος μαστροπείας κατ` επάγγελμα, για το οποίο καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία κατά την ανέλεγκτη κρίση του αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 α`, 27 παρ. 1, 349 παρ. 3 εδ. α`, του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Ειδικότερα, παρατίθενται όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν την ποινική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες, ενώ αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης, απολογία κατηγορουμένου), από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση, χωρίς να παρίσταται αναγκαία, κατά νόμο, η αναλυτική παράθεσή τους, η αναφορά του τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, καθώς και η συγκριτική στάθμιση, αξιολογική συσχέτιση και εκτίμησή τους, αφού εκ τούτου δεν συνάγεται ότι το δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης του, περιορίστηκε επιλεκτικά σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα και αγνόησε τα υπόλοιπα. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ΚΠοινΔ, κατ` εκτίμηση, προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος. Τέλος, οι ισχυρισμοί των αναιρεσειόντων κατά το μέρος που συνιστούν διαφορετική αξιολόγηση του περιεχομένου των μαρτυρικών καταθέσεων και καταλήγουν σε αμφισβήτηση της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου, η οποία, όμως είναι ανέλεγκτη αναιρετικά, είναι απαράδεκτοι. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 82 παρ. 4 του Π.Κ. "Μετά τη μετατροπή της στερητικής ελευθερίας ποινής, το δικαστήριο εκτιμά αν εκείνος που καταδικάσθηκε μπορεί να καταβάλει αμέσως το σύνολο του ποσού της μετατροπής. Αν διαπιστωθεί ότι υπάρχει αδυναμία άμεσης καταβολής ή ότι η καταβολή θα συνεπαγόταν την αδυναμία καταβολής της αποζημίωσης στο θύμα, το δικαστήριο καθορίζει προθεσμία, από δύο έως τρία έτη, ώστε μέσα σε αυτήν να καταβάλει εκείνος που καταδικάσθηκε το πιο πάνω ποσό σε δόσεις που ορίζει το ίδιο δικαστήριο".
Στην προκειμένη περίπτωση ο συνήγορος των κατηγορουμένων-αναιρεσειόντων αφού έλαβε το λόγο, μετά την πρόταση του Εισαγγελέα επί της μετατροπής της ποινής, δήλωσε αδυναμία καταβολής της μετατραπείσας ποινής σε χρηματική τοιαύτη και ζήτησε τη δοσοποίηση του ποσού της μετατροπής. Το δικαστήριο ακολούθως, απέρριψε το αίτημα αυτό με την εξής αιτιολογία: "... δεν αποδείχθηκε αδυναμία πληρωμής αφού οι κατηγορούμενοι λειτουργούν από το 2004 το συγκεκριμένο κατάστημα "..." καθώς και κατάλυμα στριπτίζ στην πόλη" της …. Η αιτιολογία αυτή για την απόρριψη του παραπάνω αιτήματος είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού κατά την προαναφερόμενη παραδοχή δέχεται οικονομική επιφάνεια των κατηγορουμένων και συνακόλουθα ...................... άμεσης καταβολής του ποσού της επιβληθείσας ποινής περί αντιθέτου υποστηριζόμενα από τους αναιρεσείοντες είναι αβάσιμα. Επομένως, ο προβαλλόμενος υπό την ειδικότερη ως άνω αιτίαση από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` λόγος από τους αναιρεσείοντες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος.
Κατ` ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις και να καταδικασθεί καθένας αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις από 8.9.2015 και 8.9.2015 αιτήσεις (δηλώσεις) αναίρεσης των αιτούντων Δ. Ν. του Γ. και Ν.-Π. Ν. του Γ., για αναίρεση της υπ` αριθμ. 657/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ναυπλίου, αντίστοιχα.
Απορρίπτει τις ανωτέρω αιτήσεις (δηλώσεις) αναίρεσης.
Καταδικάζει καθένα αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Δεκεμβρίου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Ιανουαρίου 2016.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ρ.Κ.