ΕΝΑΔΙΑΒΕ Εισηγηση για τη διγραμμη επιταγη
Εισήγηση Αθανασίου Ν. Μασούρα Δικηγόρου Παρ’ Αρείω Πάγω κατά την ιδρυτική συνέλευση της ΕΝΩΣΗΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ στις 12.07.2007, αναφορικά με τα πρακτικά προβλήματα από την εφαρμογή του άρθρου 6 του Ν. 3557/2007.
Όπως Σας είναι γνωστό στην παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 3557/2007 που τροποποίησε τις διατάξεις του ν. 489/1976 και του ΠΔ 237/1986 ορίζεται ότι:
«Η καταβολή στον ασφαλισμένο ή στον ζημιωθέντα τρίτο ή η επιστροφή σε αυτούς οφειλόμενου ποσού που υπερβαίνει τα εκατό (100) ευρώ γίνεται με την έκδοση δίγραμμης επιταγής στο όνομά του ή με την κατάθεση σε τηρούμενο από αυτόν τραπεζικό λογαριασμό. Με τον ίδιο τρόπο καταβάλλεται από τον ασφαλιστή η αμοιβή που οφείλεται στον δικηγόρο σε περίπτωση που η καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης γίνεται σε εκτέλεση δικαστικής απόφασης ή αποτελεί προϊόν εξωδικαστικού συμβιβασμού.»
Κατά την άποψή μου η συγκεκριμένη διάταξη τυγχάνει νομοτεχνικά αδόκιμη, τελεολογικά απαράδεκτη, αλυσιτελής και απρόσφορη και πιθανότατα και βαθύτατα αντισυνταγματική, ταυτόχρονα δε δημιουργεί μια σειρά από νομικούς προβληματισμούς αλλά και κυρίως από πρακτικά προβλήματα κατά την εφαρμογή της και τελικά οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε έναν άνευ προηγουμένου αποσυντονισμό της ασφαλιστικής αγοράς και απόλυτης απορύθμισης της ισορροπίας της και της εύρυθμης λειτουργίας της.
Εάν θα θέλαμε εκ πρώτης όψεως να επιχειρήσουμε μια νομική προσέγγιση της διάταξης θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:
Το πρώτο θέμα εντοπίζεται στο εάν και κατά πόσο με την πιο πάνω ρύθμιση θεσπίζεται πλέον αποκλειστικός τρόπος καταβολής του ασφαλίσματος. Κατά τη γνώμη μου δεν θεσπίζεται δεδομένου ότι αφενός μεν η γραμματική διατύπωση της σχετικής διάταξης δεν περιέχει λέξη ή φράση, που θα οδηγούσε με ασφάλεια τον ερμηνευτή και εφαρμοστή του Δικαίου στην, περί αποκλειστικού τρόπου καταβολής του ασφαλίσματος, άποψη. π.χ. (αποκλειστικά και μόνον με δίγραμμη επιταγή) αφετέρου δε υπάρχουν και οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα περί πληρεξουσιότητας. Ή μήπως τις κατήργησε και αυτές το άρθρο 6 του Ν. 3557/2007.
Είναι βέβαια γεγονός ότι μια μικρή μερίδα του νομικού κόσμου υποστήριξε εντελώς αβάσιμα και αδόκιμα την άποψη, ότι η ανωτέρω διάταξη … «εισάγει ένα νέο τρόπο καταβολής ασφαλίσματος τροποποιώντας έτσι, ως ειδικότερη διάταξη νόμου τις περί πληρεξουσιότητας διατάξεις του Αστικού Κώδικα.» (!!!!!)
Πρόκειται, βεβαίως, για πρωτοφανούς αβασιμότητας και νομικής αυθαιρεσίας άποψη η οποία προδήλως διατυπώθηκε για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα της πιο πάνω νομοθετικής ρύθμισης. Κι αυτό γιατί εάν ο νομοθέτης ήθελε να καταργήσει ή τροποποιήσει τις θεμελειώδεις περί πληρεξουσιότητας διατάξεις ενός θεμελιώδους Κώδικα όπως ο Αστικός Κώδικας θα εξεδήλωνε σαφώς την σχετική βούλησή του και δεν θα άφηνε το ζήτημα αυτό να το ρυθμίσει και προσδιορίσει η … ερμηνεία των θεωρητικών του δίκαιου.
Ανεξάρτητα, όμως, από τα παραπάνω θα πρέπει να τονιστεί ότι η νομοθετική διάταξη δεν θίγει τα σχετικά με την εκχώρηση απαίτησης άρθρα του Αστικού Κώδικα με αποτέλεσμα, κι αν ακόμη εντελώς υποθετικοπλασματικά ήθελε θεωρηθεί βάσιμη και δόκιμη η αμέσως πιο πάνω άποψή (περί δήθεν καταργήσεως της πληρεξουσιότητας) και πάλι θα ήταν απόλυτα νόμιμη η εκ μέρους της ασφαλιστικής εταιρίας καταβολή σε τρίτο, μη ζημιωθέντα ή/και ασφαλισμένο, εφόσον έχει προηγηθεί νομότυπη εκχώρηση της απαίτησης από τον «δανειστή» της (δηλ. τον ζημιωθέντα ή/και τον ασφαλισμένο) σε άλλο - τρίτο - πρόσωπο, δικηγόρο, ή μη (ΑΚ 455-470). Εξυπακούεται βέβαια ότι πριν καταβληθεί το ασφάλισμα στον τρίτο (εκδοχέα της απαίτησης) πρέπει να έχει προηγηθεί έγγραφη αναγγελία της εκχώρησης από τον «δανειστή» της οφειλής (δικαιούχο του ασφαλίσματος) προς την Ασφαλιστική Εταιρία.
Στην περίπτωση αυτή μετά δηλαδή την πιο πάνω αναγγελία, ΥΠΟΧΡΕΟΥΤΑΙ η ασφαλιστική εταιρία να καταβάλλει το ασφάλισμα προς το πρόσωπο εκείνο, προς το οποίο ο ζημιωθείς ή/και ο ασφαλισμένος, εκχώρησαν την απαίτηση τους και έγκυρα το καταβάλει.
Το δεύτερο ζήτημα εστιάζεται στο τι θα ισχύει στο εξής στις περιπτώσεις προσκόμισης ειδικού πληρεξούσιου για την είσπραξη του ασφαλίσματος οπό δικηγόρο ή άλλο τρίτο πρόσωπο, καθώς και στις περιπτώσεις κοινοποίησης απογράφου και είσπραξης της απαίτησης από δικαστικό επιμελητή, στο στάδιο της εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων.
Σας υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, η καταβολή της οφειλής από τον υπόχρεο απαιτείται να γίνει στον «δανειστή» (δηλ. τον δικαιούχο της αξίωσης του ασφαλίσματος) ή σε όποιον ο «δανειστής» έχει επιτρέψει να δεχθεί την καταβολή.
Τέτοιο, τρίτο πρόσωπο, στο οποίο έχει επιτρέψει ο «δανειστής» να γίνει η καταβολή είναι: α) ο πληρεξούσιος του «δανειστή», ο οποίος ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του «δανειστή», (ΑΚ 417 παρ 1 και ΑΚ 211), β) ο εξουσιοδοτημένος από τον «δανειστή» προκειμένου να λάβει την παροχή, ο οποίος - σε αντίθεση με την προηγούμενη περίπτωση - ενεργεί στο δικό του όνομα και για δικό του λογαριασμό, γ) ο δεκτικός καταβολής, ο οποίος ορίσθηκε από τον «δανειστή», ως δικαιούχου της συγκεκριμένης παροχής (για την είσπραξη του ασφαλίσματος). Ο οφειλέτης καταβάλλοντας στον δεκτικό καταβολής απαλλάσσεται νόμιμα από την υποχρέωση για καταβολή ασφαλίσματος και επέρχεται έτσι, με καταβολή η απόσβεση της σχετικής ενοχής (ΑΚ 416)
Είναι σαφές ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, ο ασφαλιστής ως οφειλέτης απαλλάσσεται, αν καταβάλει το ασφάλισμα ως επίδικο χρέος, η ως προϊόν εξωδικαστικού συμβιβασμού προς τον δικηγόρο του προσώπου που έχει την απαίτηση εφόσον ο δικηγόρος κατέχει σχετική ειδική πληρεξουσιότητα (εκούσιος αντιπρόσωπος).
Επίσης ο δικαιούχος της απαίτησης, εφόσον έχει εφοδιασθεί με εκτελεστό τίτλο (λ.χ. απόγραφο επί δικαστικής απόφασης) επισπεύδει νόμιμα αναγκαστική εκτέλεση κατά του ασφαλιστή («οφειλέτη») και παραδίδει στον δικαστικό επιμελητή το απόγραφο με εντολή προς εκτέλεση. Στην περίπτωση αυτή ο ασφαλιστής υποχρεούται να καταβάλλει σύμφωνα με όσα προβλέπει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ 928) το ασφάλισμα, ως χρέος, με βάση την εντολή προς εκτέλεση προς τον δικαστικό επιμελητή, (ΚΠολΔ 927) στον οποίο ο νόμος ο ίδιος (ΚΠολΔ 928 εδ. α') δίνει την ιδιότητα του δεκτικού καταβολής προσώπου.
Με βάση τις ανωτέρω - ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου - διατάξεις του Αστικού Κώδικα και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, οι οποίες κατά την άποψή μου ασφαλώς και βεβαίως δεν τροποποιούνται από την διατύπωση της επίμαχης, διάταξης του άρθρου 6 παρ.1 Ν.3557/2007, φρονώ ότι σε περίπτωση προσκόμισης ειδικού εγγράφου και εκδοθέντος συμφωνά με το όσα προβλέπει ο νόμος πληρεξουσίου, στο οποίο θα περιέχεται η ρητή εντολή είσπραξης του ασφαλίσματος από τον δικηγόρο ή τρίτο και θα διατυπώνεται με σαφήνεια η βούληση του δικαιούχου («δανειστή») της απαίτησης να καταστήσει δεκτικό καταβολής για το συγκεκριμένο ποσό του ασφαλίσματος τον τρίτο (όπως τον δικηγόρο ή/και τον δικαστικό επιμελητή) τότε η έκδοση της επιταγής θα πρέπει να γίνεται ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ στο όνομα του εξουσιοδοτηθέντος τρίτου προσώπου !!!!! (όπως ο πληρεξούσιος δικηγόρος ή δικαστικός επιμελητής), καθόσον οι διατάξεις περί πληρεξουσιότητας, εντολής, απόσβεσης ενοχής του Αστικού Κώδικα καθώς και οι σχετικές περί εντολής προς εκτέλεση διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εξακολουθούν να παραμένουν ισχυρές (!!!!) και μάλιστα ανεξαρτήτως του αν η καταβολή του ασφαλίσματος γίνεται σε εκτέλεση δικαστικής απόφασης ή αποτελεί προϊόν εξωδικαστικού συμβιβασμού.
Η γραμματική διατύπωση της παραγράφου 1 του άρθρου 6 Ν.3557/2007 («η καταβολή … γίνεται με την έκδοση δίγραμμης επιταγής ...») θεωρώ εν τέλει ότι εισάγει μία ενδοτικού δικαίου ρύθμιση, η οποία ως κανόνας δικαίου προβλέπει μεν τον τρόπο καταβολής του ασφαλίσματος, χωρίς όμως να αποκλείει, κατ' εξαίρεση την τήρηση και των άλλων τρόπων καταβολής, που προβλέπουν οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Αν ήθελε ο νομοθέτης να αποκλείσει την εφαρμογή των περί αντιπροσώπευσης, εντολής και πληρεξουσιότητας διατάξεων η επίμαχη διάταξη θα διατυπώνονταν διαφορετικά όπως «γίνεται μόνο ή γίνεται αποκλειστικά, ή δεν γίνεται παρά μόνον με την έκδοση, κ.λ.π.»
Είναι λοιπόν σαφές ότι η γραμματική προσέγγιση της διάταξης αυτής επιβάλλει να ταχθούμε υπέρ της απόψεως περί διατηρήσεως εν ισχύ των διατάξεων του Αστικού Κώδικα και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που προαναφέραμε.
Τέλος θέλω να θέσω υπόψη σας ότι κατά μία άποψη η διάταξη τυγχάνει και αντισυνταγματική αφού ρυθμίζει για την αμοιβή μόνον των δικηγόρων και όχι και άλλων επαγγελματιών π.χ. ιατρών, μηχανικών πραγματογνωμόνων κ.λ.π. που συναλλάσσονται με ασφαλιστικές εταιρείες και εισπράττουν αμοιβές από αυτές και μάλιστα όπως πληροφορούμαι η αντίστοιχη με την δική μας υπό ίδρυση ένωση των Αθηνών προτίθεται να την προσβάλει ως αντισυνταγματική αρμοδίως.
Περνώντας από τη θεωρητική προσέγγιση στην πρακτική εφαρμογή της διάταξης εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι η εφαρμογή του εν λόγω άρθρου δημιούργησε και θα δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στην καθημερινότητα του κάθε συναδέλφου, αλλά και στις ίδιες τις ασφαλιστικές εταιρείες.
Δυσχεραίνεται σημαντικά έως καθίσταται εξαιρετικά αβέβαιη και επισφαλής η απόληψη της συμφωνηθείσας εργολαβικής αμοιβής του εκάστοτε συναδέλφου για την διεξαγωγή της δίκης.
Έτσι, λοιπόν, ενώ ο Δικηγόρος θεωρείται αδιαμφισβήτητα άξιος, ικανός, έντιμος και φερέγγυος εντολοδόχος για την διεκπεραίωση της εντολής από τον χρόνο σύνταξης και άσκησης της αγωγής αλλά και για όσα τυχόν χρόνια απαιτηθούν μέχρι και την έκδοση τελεσίδικης απόφασης (φαντάζομαι ότι είναι γνωστές σε όλους σας οι συνήθεις καθυστερήσεις για διάφορους λόγους π.χ. έκδοση μη οριστικών αποφάσεων που διατάσσουν ιατρικές πραγματογνωμοσύνες, οι οποίες πολλές φορές μάλιστα επαναλαμβάνονται ή διατάσσουν να προσκομισθούν διάφορες βεβαιώσεις ακόμη και αρνητικές από το ΙΚΑ ή άλλους φορείς ή βεβαίωση από το Ινστιτούτο Διεθνούς Δικαίου αναφορικά με διατάξεις αλλοδαπού δικαίου) ταυτόχρονα δε ο Δικηγόρος είναι και ένας ανεξάντλητος και ακούραστος οικονομικός αιμοδότης, δεδομένου ότι στις περιπτώσεις συμφωνηθείσας εργολαβικής αμοιβής συνήθως ο Δικηγόρος προκαταβάλει και τα πάσης φύσεως ιδιαίτερα σημαντικά έξοδα διεκπεραίωσης της υπόθεσης (είναι γνωστό το πρόβλημα των εξαιρετικά υψηλών αμοιβών των πραγματογνωμόνων αλλά και των διόλου ευκαταφρόνητων αμοιβών του Ινστιτούτου Διεθνούς Δικαίου) όταν φθάνει η στιγμή της καταβολής του επιδικασθέντος ποσού της αποζημίωσης-ασφαλίσματος τότε πλέον ο ίδιος Δικηγόρος είναι ένας εν δυνάμει απατεώνας, υπεξαιρέτης, καταχραστής και σε κάθε περίπτωση αφερέγγυος εντολοδόχος και για τον λόγο αυτό πρέπει η αποζημίωση να καταβάλλεται με δίγραμμη επιταγή στο όνομα του δικαιούχου. Ούτε λίγο, ούτε πολύ αυτό λέει η επίμαχη διάταξη.
Και εύλογα γεννάται το ερώτημα είναι αυτός σοβαρός λόγος εφαρμογής του άρθρου 6 του Ν. 3557/2007. Πόσες ήταν αυτές οι περιπτώσεις, πόσοι δικηγόροι μηνύθηκαν και πόσοι καταδικάσθηκαν, πόσες γνωρίζετε εσείς, πόσες αντιμετώπισε η κάθε εταιρεία, πόσες αντιμετώπισαν τα πειθαρχικά των Δικηγορικών Συλλόγων. Κατά την άποψή μου και από μια πρόχειρη έρευνα που έκανα και σε συζήτηση που είχα και με δικηγόρους διάφορων ασφαλιστικών εταιρειών οι περιπτώσεις αυτές είναι την τελευταία δεκαπενταετία μετρημένες στα δάκτυλα του ενός χεριού για κάθε εταιρία.
Άλλος λόγος που φημολογείται ότι υπαγόρευσε την ψήφιση και εφαρμογή του άρθρου 6 του Ν. 3557/2007 είναι η δήθεν εξαγορά πλειάδας υποθέσεων από δικηγόρους. Κατά την ταπεινή μου γνώμη και ο λόγος αυτός δεν είναι πειστικός ούτε νομίζω ότι υπήρξε ή υπάρχει τόσος μεγάλος αριθμός τέτοιων υποθέσεων.
Σε κάθε περίπτωση και τα δύο παραπάνω φαινόμενα σε όποια τυχόν έκταση και αν παρουσιάσθηκαν μπορούσαν να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά με διαφορετικό τρόπο και δεν είναι της παρούσης να αναπτύξουμε λύσεις προς τούτο.
Το βέβαιο είναι ότι με την καταβολή του ασφαλίσματος με δίγραμμη επιταγή στον δικαιούχο τίθεται σε άμεσο κίνδυνο η απόληψη της εργολαβικής αμοιβής από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο αφού σχεδόν κανένας πελάτης μας δεν θα είναι πρόθυμος να καταβάλει την ποσοστιαία αμοιβή μας και να αναγνωρίσει την επιστημονική εργασία μας που προηγήθηκε και την επαγγελματική μας συνεισφορά ώστε να επιδικασθεί τελικά η όποια υψηλή αποζημίωσή του η οποία έχει ως αποτέλεσμα και την συνακόλουθα υψηλή ποσοστιαία συμφωνηθείσα εργολαβική μας αμοιβή.
Τα προβλήματα πολλαπλασιάζονται όταν είναι πολλοί οι ενάγοντες και όταν οι ενάγοντες είναι κάτοικοι της αλλοδαπής σχεδόν καθίσταται αδύνατη η καταβολή του ασφαλίσματος, αφού πολλοί πιθανότατα δεν δέχονται ή δυσκολεύονται να μεταβούν στην Ελλάδα αποκλειστικά και μόνο για να παραλάβουν δίγραμμη επιταγή (όλοι γνωρίζετε τις δυσκολίες που υπάρχουν πλέον για την είσοδο των Αλβανών στη χώρα και τις ακόμη μεγαλύτερες δυσχέρειες για το άνοιγμα ενός τραπεζικού λογαριασμού).
Στο σημείο αυτό δε πρέπει να σας ενημερώσω ότι ήδη άρχισαν να εκδίδονται και δίγραμμες επιταγές στο όνομα ανηλίκων με ότι προβλήματα συνεπάγεται αυτό για την είσπραξή τους.
Τέλος ιδιαίτερες δυσχέρειες και σημαντικά προβλήματα δημιουργούνται σε περίπτωση αποζημιώσεως βαρέως τραυματιών (π.χ. τετραπληγικών, φυτών κ.ο.κ.) εφόσον θα εκδίδεται δίγραμμη επιταγή στο όνομά τους τόσο για την παραλαβή όσο και για την είσπραξή της.
Η προτεινόμενη από κάποιες ασφαλιστικές εταιρείες ως δήθεν λύση της εξουσιοδότησης προς τον Δικηγόρο με θεωρημένο από επίσημη αρχή το γνήσιο της υπογραφής προκειμένου να παραλάβει τη δίγραμμη επιταγή να την οπισθογραφήσει να την εμφανίσει και να την εισπράξει μόνο περισσότερα προβλήματα μπορεί να δημιουργήσει παρά να δώσει λύσεις. Κι αυτό γιατί είναι ανέφικτο να εξηγήσεις στον αλλοδαπό εντολέα σου γιατί χρειάζεσαι και εξουσιοδότηση για να εισπράξεις την αποζημίωσή του όταν μέχρι εκείνο το σημείο ουδέποτε ζητήθηκε η παραμικρή εξουσιοδότηση για να καταθέσεις συζητήσεις αγωγή, προτάσεις, έφεση κ.λ.π. Ακόμη δε δυσκολότερο όταν οι ενάγοντες αλλοδαποί είναι πολλοί.
Με τον τρόπο αυτό μάλιστα μπορεί τελικά σε ορισμένες περιπτώσεις να καταστεί πραγματικά ανέφικτη η καταβολή της αποζημίωσης αφού ούτε σε δημόσια κατάθεση μπορεί να προβεί η ασφαλιστική εταιρία δεδομένου ότι η τελευταία για να είναι σύννομη προϋποθέτει την προσφορά της αποζημίωσης και την αδικαιολόγητη άρνηση του δικαιούχου να λάβει την αποζημίωση. Μια τέτοια εξέλιξη θα δυσχεράνει ακόμη περισσότερο την εύρυθμη λειτουργία των ασφαλιστικών εταιρειών αφού θα τρέχουν οι τόκοι εις βάρος τους και δεν θα μπορούν να αφαιρέσουν τις εν λόγω ζημιές από τα αποθεματικά τους.
Κι αν αυτό πιθανότατα θα συμβεί με τους αλλοδαπούς αναρωτηθήκατε άραγε ποιός Έλληνας εντολέας μας όταν αντιληφθεί ότι για την αποζημίωσή του έχει εκδοθεί δίγραμμη επιταγή στο όνομά του θα δέχεται να μεταβεί σε δημόσιες υπηρεσίες για να θεωρήσει το γνήσιο της υπογραφής και να δώσει εξουσιοδότηση στο Δικηγόρο του, ώστε να εισπράξει για λογαριασμό του τη δίγραμμη επιταγή όταν αφιερώνοντας τον ίδιο χρόνο και κόπο μπορεί να την εισπράξει ο ίδιος με ότι κινδύνους ενέχει αυτό για την είσπραξη της συμφωνηθείσας εργολαβικής μας δικηγορικής αμοιβής.
Πέραν των άλλων η εν λόγω ρύθμιση δημιουργεί πλείστα όσα λειτουργικά προβλήματα στις ασφαλιστικές εταιρείες και προβλήματα καθυστέρησης στην πληρωμή αφού στην περίπτωση που οι ενάγοντες είναι περισσότεροι από ένας γεγονός σύνηθες στις αγωγές αποζημίωσης από αυτοκινητικά ατυχήματα ιδίως στα θανατηφόρα θα πρέπει να εκδίδεται ξεχωριστή επιταγή και ξεχωριστή εξοφλητική απόδειξη για κάθε δικαιούχο ενώ ως γνωστόν μέχρι σήμερα εκδίδονταν μία μόνον απόδειξη για το σύνολο του επιδικασθέντος και καταβλητέου ποσού της αποζημίωσης.
Άλλο επίσης σοβαρό πρόβλημα δημιουργείται με την αμοιβή του δικηγόρου, η οποία επίσης σύμφωνα με το νόμο πρέπει να καταβάλλεται με τον ίδιο τρόπο δηλαδή με δίγραμμη επιταγή είτε πρόκειται για δικαστική απόφαση είτε για εξώδικη αποζημίωση στο όνομα του δικαιούχου. Ακόμη κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η σωστή ερμηνεία του άρθρου ως προς το σημείο αυτό είναι ότι η αμοιβή του δικηγόρου καταβάλλεται με δίγραμμη επιταγή στο όνομα του δικηγόρου -το άρθρο δεν το διευκρινίζει ρητά- και πάλι υπάρχει το σοβαρό πρόβλημα πως θα γνωρίζει η ασφαλιστική εταιρεία ποιά είναι η εκάστοτε συμφωνηθείσα αμοιβή του Δικηγόρου και γιατί άραγε θα πρέπει να το γνωρίζει; Δεν παραβιάζει άραγε αυτό τις διατάξεις για τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα τόσο των εντολέων όσο και του δικηγόρου τους; Και βέβαια το πρόβλημα προσλαμβάνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις όταν μιλάμε για εξώδικη αποζημίωση αφού στην περίπτωση αυτή σχεδόν αποκλείεται η δυνατότητα συμφωνίας ξεχωριστής αμοιβής για τον δικηγόρο.
Κι αν δεν το αντιλήφθηκαν αυτό οι ασφαλιστικές εταιρείες ακόμη η εν λόγω ρύθμιση με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγήσει στο φαινόμενο όλοι οι εφυείς δικηγόροι και πιστεύω ότι όλοι μας είμαστε εφυείς, αφού δεν θα μπορούν να εξασφαλίσουν την αμοιβή τους ή θα αποκλείουν εξαρχής ή εν πάσει περιπτώσει δεν θα προκρίνουν-προωθούν για τους πελάτες τους την εξώδικη καταβολή αποζημίωσης με ότι κόστος αυτό συνεπάγεται για τις ασφαλιστικές εταιρείες (άσκοποι και πολυδάπανοι δικαστικοί αγώνες, καταβολή μεγαλύτερων αποζημιώσεων, υποχρεωτική τήρηση μεγαλύτερων αποθεματικών κ.ο.κ.)
Ακόμη σοβαρότατο πρόβλημα δημιουργείται και για τις χιλιάδες υποθέσεις που υπηρετούνται μέσω των ασφαλιστικών εταιρειών και των εταιρειών νομικής προστασίας αφού εφόσον εκδίδεται δίγραμμη επιταγή στο όνομα του δικαιούχου δεν θα είναι δυνατή ή σε κάθε περίπτωση θα είναι εξαιρετικά δύσκολη η απόδοση στις ασφαλιστικές εταιρείες της επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης.
Τέλος ιδιαίτερα σημαντικό πρόβλημα θα προκύψει για τις ασφαλιστικές εταιρείες που συνεργάζονται με πράκτορες κάθε φορά που θα ακυρώνονται συμβόλαια αφού μέχρι τώρα η επιστροφή των ασφαλίστρων πιστώνονταν στον πράκτορα ο οποίος με τη σειρά του τα μετέφερε στην νέα εταιρεία, ενώ πλέον θα πρέπει να επιστρέφονται με δίγραμμη επιταγή στο όνομα του κάθε ασφαλισμένου (πελάτη του πράκτορα) ο οποίος αφού την εισπράξει θα πρέπει να τα καταβάλει στον πράκτορα για να γίνει η μεταφορά του συμβολαίου του με ότι καθυστερήσεις και τεχνικές δυσχέρειες όλα αυτά συνεπάγονται.
Όλα δε τα παραπάνω κατά τη γνώμη μου είναι ένα μόνο μέρος των προβλημάτων τα οποία έχω την αίσθηση ότι καθημερινά θα πολλαπλασιάζονται και κάθε τόσο στην πορεία θα αναφύονται και διαπιστώνονται και άλλα λειτουργικά προβλήματα και δυσχέρειες κατά την εφαρμογή του άρθρου 6 του Ν. 3557/2007.
Ολοκληρώνοντας την εισήγησή μου αυτή θέλω να επισημάνω με ιδιαίτερη έμφαση, ότι το συγκεκριμένο αυτό πρόβλημα δεν αφορά τόσο τους δικηγόρους οι οποίοι κατ’ αποκοπήν ή με έμμισθη εντολή, χειρίζονται υποθέσεις αποζημίωσης από αυτοκίνητα για λογαριασμό των ασφαλιστικών εταιριών, αλλά ΚΥΡΙΩΣ, ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΥΠΟΛΟΙΠΟΥΣ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΥΣ, ΔΗΛΑΔΗ ΤΗΝ ΣΥΝΤΡΙΠΤΙΚΗ ΠΛΕΙΟΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ.
Κι αυτό γιατί ο κάθε δικηγόρος είναι δυνατόν να αναλάβει μία ή περισσότερες υποθέσεις με εργολαβική αμοιβή και να αναμένει μετά από επιμελή νομική εργασία και επίπονη μακροχρόνια υποστήριξη των οικείων αγωγών, να εισπράξει μία κατά το μάλλον ή ήττον, ικανοποιητική και σεβαστού ποσού αμοιβή με την οποία ενδεχομένως θα καλύψει τις γενικότερες ανάγκες άσκησης του επαγγέλματός του, το οποίο, όπως είναι γνωστόν, αντιμετωπίζει σήμερα σοβαρότατα προβλήματα μείωσης της δικηγορικής ύλης και αυτής ακόμη της επαγγελματικής επιβίωσης.
Και αναγκάζομαι να επισημαίνω όλα τα παραπάνω διότι δυστυχώς μέχρι και σήμερα δεν υπήρξε η κατάλληλη ενημέρωση για το μέγεθος του προβλήματος στους συναδέλφους μας ενώ δυστυχώς ορισμένα από τα μέλη του Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης το οποίο αρχικά με ομόφωνη απόφασή του (μειοψήφισε μόνον ο κ. Νιφλής) αποφάσισε την πενθήμερη αποχή, από την επόμενη κιόλας ημέρα όχι μόνον δεν στήριξαν την αποχή, αλλά έκαναν ότι μπορούσαν για να την υποβαθμίσουν με αποκορύφωμα το περίφημο mea culpa της πλειονότητας των συμβούλων στην επόμενη συνεδρίασή του.
Είναι δυστυχώς λυπηρό και αξιοκατάκριτο το φαινόμενο της συνδικαλιστικής διπροσωπίας που εκδηλώθηκε από την πλευρά ορισμένων συμβούλων του Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, οι οποίοι, για ψηφοθηρικούς καθαρά λόγους και για την θεραπεία των, ενόψει των επικείμενων αρχαιρεσιών, προεδρικών φιλοδοξιών τους … «διέσπασαν» το σώμα, πλειοδοτώντας, κατά περίπτωση υπέρ όλων των αντιτιθεμένων μεταξύ τους απόψεων, προκειμένου να γίνουν αρεστοί σε όλους τους συναδέλφους.
Έτσι, μεταξύ άλλων, καλλιεργήθηκε και η … «ρατσιστική» σε βάρος των συναδέλφων που ασχολούνται με τροχαία ατυχήματα αντίληψη, ότι η αποχή μας ήταν μέγα σφάλμα γιατί … «εξυπηρέτησε» τα … «συμφέροντα» μιας ισχνής μειονότητας 50 το πολύ 100 δικηγόρων που δήθεν συμπεριφέρονται αντιδεοντολογικά στους πελάτες τους αλλά και στους υπόλοιπους δικηγόρους.
Τις απόψεις δε αυτές, κατά το μάλλον ή ήττον, εκ των υστέρων υποστήριξαν και στο Διοικητικό Συμβούλιο μετατρέποντας τη θεματική και πρωτοφανή αυτή υπαναχώρησή τους σε δήθεν … «ειλικρινή» και … «ψύχραιμη» αυτοκριτική (!!!!!).
Στοιχειώδης, όμως, συνδικαλιστική συνέπεια και εντιμότητα επιβάλει στους εκπροσώπους ενός συλλόγου όπως του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης να υποστηρίζουν με θέρμη και μαχητικότητα μέχρι το τέλος τις αποφάσεις τους, έστω κι αν εκ των υστέρων για προσωπικούς ή ιδιοτελείς λόγους διατηρούν κάποιες επιμέρους επιφυλάξεις ή διαφοροποιήσεις.
Διαφορετικά και όταν οι αγώνες «προδίδονται εκ των έσω» είναι προφανές ότι δεν έχουν καμία απολύτως ελπίδα ή προοπτική επιτυχίας.
Είναι βέβαια αυτονόητο και απολύτως κατανοητό με όσα πιο πάνω σας ανέφερα ότι το όλο πρόβλημα και, κυρίως η βάναυση και εξευτελιστική προσβολή της τιμής και αξιοπρέπειας των δικηγόρων αφορά το σύνολο των συναδέλφων και όχι ένα μέρος εξ αυτών ενώ, βέβαια, δεν επιδέχεται εκπτώσεις για οποιουσδήποτε λόγους συνδικαλιστικής, ψηφοθηρικής ή άλλης σκοπιμότητας.
Προς την κατεύθυνση αυτή, λοιπόν, και την προάσπιση των κοινών στόχων και επιδιώξεων καλείται να συμβάλλει και η υπό ίδρυση ένωσή μας με την επιστημονική συνδικαλιστική και αγωνιστική συσπείρωση και αλληλεγγύη των μελών της.
Σας ευχαριστώ.