Τριμηνη προθεσμια ασκησης αγωγης

Ευρετήριο Άρθρου

Εισήγηση Αθανασίου Ν. Μασούρα Δικηγόρου Παρ’ Αρείω Πάγω Προέδρου της Ε.Ν.Α.Δ.Ι.Α.Β.Ε. με θέμα: «Τρίμηνη προθεσμία άσκησης αγωγής κατά Επικουρικού Κεφαλαίου – Περιορισμένο ποσοστό νομίμων τόκων» στο επιστημονικό συνέδριο της 15-16.02.2013 στη Θεσσαλονίκη με θέμα:  «Επικουρικό Κεφάλαιο: Δικαιοπολιτικά ζητήματα εναρμόνισης του άρθρου 4 Ν. 4092/2012 με το Σύνταγμα και της Ευρωπαϊκή Νομοθεσία.»

Α.- Ως προς το πρώτο σκέλος της εισήγησής μου:
Όπως είναι γνωστό με το άρθρο 4 εδ. γ΄ Ν. 4092/2012 στο τέλος του άρθρου 19 του π.δ. 237/1986 προστέθηκε νέα παράγραφος ως εξής:
«8.- Η αγωγή κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου είναι παραδεκτή μόνο αν ο ενάγων έχει υποβάλλει προ της άσκησής της στο Επικουρικό Κεφάλαιο έγγραφη αίτηση αποζημίωσης με συνημμένα τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτησή του. Το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να απαντήσει αιτιολογημένα στην αίτηση εντός τριών μηνών από την υποβολή της, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 6 του νόμου αυτού. Μετά τη λήψη της απάντησης του Επικουρικού Κεφαλαίου ή την άπρακτη παρέλευση της ως άνω προθεσμίας, ο παθών δύναται να ασκήσει αγωγή κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου.»

Ο Αντιπρόεδρος ε.τ. του Αρείου Πάγου κ. Αθ. Κρητικός σε άρθρο του με θέμα Το Επικουρικό Κεφάλαιο υπό το φως των διατάξεων του πρόσφατου Ν. 4092/2012 δημοσιευμένο στο τεύχος της Επιθεώρησης Συγκοινωνιακού Δικαίου Οκτώβριος – Νοέμβριος 2012 στη σελ. 482 αναφορικά με την επίμαχη διάταξη παρατηρεί επί λέξει τα ακόλουθα:
«8.- Η αγωγή κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου είναι παραδεκτή μόνο αν ο ενάγων έχει υποβάλλει προ της άσκησής της στο Επικουρικό Κεφάλαιο έγγραφη αίτηση αποζημίωσης με συνημμένα τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτησή του.
Από το νόμο εισάγεται αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας ότι ο ενάγων πριν ασκήσει την αγωγή κατά του Ε.Κ. πρέπει να υποβάλλει σ’ αυτό έγγραφη αίτηση αποζημίωσης. Η προδικασία αυτή τηρείται μόνο έναντι του Ε.Κ. και όχι άλλων τυχόν υπόχρεων προς αποζημίωση. Η προδικασία πρέπει να τηρηθεί πριν την άσκηση της αγωγής. Επομένως αν ο ενάγων άσκησε κατά του Ε.Κ. αγωγή αποζημιώσεως χωρίς προηγουμένως να έχει υποβάλει σ’ αυτό την προβλεπόμενη αίτηση, τότε δεν ενεργεί σύμφωνα με το νόμο. Εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι μετά την άσκηση της αγωγής δεν έχει αξία η υποβολή σ’ αυτό (Ε.Κ) της σχετικής αιτήσεως από την εναγόμενη. Επομένως ο ενάγων για να είναι σύννομος πρέπει προηγουμένως να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής και κατόπιν να υποβάλει την αίτηση αποζημίωσης στο Ε.Κ. και ακολούθως να ασκήσει την νέα αγωγή αποζημιώσεως. Διαφορετικά αν εξακολουθήσει να μένει στον αρχικό τρόπο ενεργείας να αντιμετωπίσει την απόρριψη της αγωγής του για τον παραπάνω τυπικό λόγο.
Σκοπός της διατάξεως της παρ. 8 που επιβάλει στον ενδιαφερόμενο παθόντα να υποβάλει στο Ε.Κ. πριν από την άσκηση της αγωγής την αίτηση αποζημίωσης, είναι να παράσχει τη δυνατότητα στο Ε.Κ. να μελετήσει την αίτηση του παθόντος και ενδεχομένως να τον ικανοποιήσει ή να συνάψει συμβιβασμό ματαιώνοντας έτσι την προσφυγή στο δικαστήριο. Παράλληλα η υποβολή της αιτήσεως του παθόντος στο Ε.Κ. πριν την άσκηση της αγωγής έχει ως σκοπό και απαλλαγή του παθόντος από την ανάγκη να συντάξει, επιδώσει και καταθέσει αγωγή, δηλαδή απαλλαγή από πράξεις που συνεπάγονται έξοδα. Όταν επομένως ο παθών υποβάλλει την αίτηση στο Ε.Κ. μετά τη σύνταξη της αγωγής, είναι φανερό ότι κατά το αμέσως ανωτέρω σκέλος δεν ικανοποιείται ο σκοπός της νόμου. Τούτο γιατί πραγματώθηκε εκείνο το οποίο επιθυμεί να αποφύγει ο νόμος.



Ως κύρωση απαγγελόμενη από το Νόμο σε περίπτωση παραβάσεως του νόμου προβλέπεται η απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Απορρίπτεται δηλαδή η αγωγή ως δικόγραφο που ενσωματώνει την αντίστοιχη διαδικαστική πράξη για τυπικούς λόγους. Δεν τίθεται ζήτημα απαράδεκτης συζητήσεως της αγωγής. Στην τελευταία περίπτωση επανέρχεται η συζήτηση της αγωγής εφόσον αναπληρώνεται η ελλείπουσα πράξη. Αντιθέτως στο άρθ. 8 Ν.489/1976 λείπει κάποια πράξη (υποβολή αιτήσεως από τον παθόντα στο Ε.Κ.) που έπρεπε να γίνει πριν από την άσκηση της αγωγής. Τέτοια πράξη δεν μπορεί να γίνει επί των υστέρων αφού πλέον η αγωγή κατά του Ε.Κ. ασκήθηκε χωρίς να έχει προηγηθεί αυτής η υποβολή αιτήσεως από τον παθόντα στο Ε.Κ.
Η απόφαση που απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη είναι οριστική. Επομένως είναι δεκτική εφέσεως όπως επίσης και αναιρέσεως με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 14 του άρθ. 559 ΚΠολΔ.»

Μου προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι ο εμβριθείς νομικός αν και ξεκινά με την αδιαμφισβήτητη διαπίστωση ότι: «Η προδικασία αυτή τηρείται μόνο έναντι του Ε.Κ. και όχι άλλων τυχόν υπόχρεων προς αποζημίωση.» μάλιστα τη λέξη μόνο την έχει μαυρισμένη στη συνέχεια δεν διατυπώνει καμία απολύτως θέση για τη συνταγματικότητα ή μη της διατάξεως και για τα πρακτικά προβλήματα που δημιουργεί στα οποία θα αναφερθώ στη συνέχεια. Επίσης παραθέτει μόνο το α΄ εδάφιο της διάταξης του άρθρου 8 και όχι και την υπόλοιπη ενώ επίσης δεν εστιάζει στην πρωτοφανή δυνατότητα του Επικουρικού Κεφαλαίου ακόμη και να μην απαντά καθόλου στην αίτηση.  

Κατά την άποψή μου, πρόκειται για καινοφανή διάταξη η οποία παραβιάζει την θεμελιώδη στη δικονομία ισότητα των όπλων των διαδίκων με την υποχρεωτική κατάθεση των εγγράφων του ενάγοντα με την αίτηση αυτή και κατά τον τρόπο αυτό θέτει αδικαιολόγητα εμπόδια στην άσκηση του συνταγματικού δικαιώματος των παθόντων για έννομη προστασία.
Σημειώνεται ότι κατά το εύρος των γνώσεών μου αντίστοιχη προδικασία δεν θεσπίζεται σε καμία άλλη περίπτωση ούτε και προβλέπεται τόσο από ουσιαστικούς όσο και δικονομικούς κανόνες στην Ελληνική έννομη τάξη, τουλάχιστον όσον αφορτά την πολιτική δίκη.
Η καθιέρωση του ως άνω δικονομικού προνομίου υπέρ του Ε.Κ., η οποία θέτει σε δυσμενέστερη θέση τον άλλο διάδικο κατά κανόνα ιδιώτη έρχεται σε ευθεία αντίθεση τόσο προς συνταγματικές διατάξεις, όσο και προς διατάξεις της ΕΣΔΑ.
α.- Ειδικότερα, ο κοινός νομοθέτης δεσμεύεται από την αρχή της ισότητας, που κατοχυρώνει το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, «όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοιες καταστάσεις ή σχέσεις ή κατηγορίες προσώπων, ώστε να μην τις μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο, είτε με τη μορφή ενός χαριστικού μέτρου ή προνομίου, που δεν συνδέεται με αξιολογικά κριτήρια, είτε με τη μορφή της επιβολής μιας αδικαιολόγητης επιβαρύνσεως ή της αφαιρέσεως δικαιωμάτων, που αναγνωρίζονται από γενικότερο κανόνα, εκτός αν η ιδιαίτερη ρύθμιση υπαγορεύεται από ειδικές περιστάσεις, που την δικαιολογούν, ή επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, διότι διαφορετικά δημιουργείται ανισότητα στη νομοθετική μεταχείριση της αυτής κατηγορίας. Η συνδρομή δε των ειδικών περιστάσεων ή του κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων». (Βλ. Ολ.ΑΠ 3/2006, 38/2005, 30/2005, 23/2004).
Επίσης, με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει, ότι ο καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σε αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντα του, όπως ο νόμος ορίζει, δεν αποκλείεται στον νομοθέτη, να θέτει περιορισμούς, υπό τους οποίους τελεί το εν λόγω δικαίωμα. Οι περιορισμοί, όμως, αυτοί «δεν μπορούν να περιστείλουν την προσφυγή στα δικαστήρια κατά τέτοιον τρόπο ή σε τέτοιον βαθμό, ώστε το δικαίωμα αυτό να προσβάλλεται στον ίδιο του τον πυρήνα». (Βλ. ΑΕΔ 2/1999, ΟλΣτΕ 3845/1997).
Προς τις διατάξεις αυτές συμπορεύεται και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο και η «δίκαιη δίκη», που καθιερώνεται με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και η οποία εγγυάται σε κάθε άτομο το δικαίωμα να ερευνά το δικαστήριο κάθε αμφισβήτηση, σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του, καθιερώνοντας την «δίκαιη δίκη» υπό την ευρύτερη έννοια της δικονομικής ισότητας των διαδίκων, οι δε σχετικοί περιορισμοί δεν θα πρέπει να περιορίζουν την πρόσβαση κατά τρόπο ή σε τέτοιο σημείο, που το δικαίωμα να χάνει την ουσία του.
«Οι ως άνω διατάξεις δεν ιδρύουν μόνον διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ, άρα θεμελιώνουν δικαιώματα υπέρ των προσώπων, που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους». (Βλ. Ολ.ΑΠ 21/2006).


Επανερχόμενος στην συνέπειες της εφαρμογής της διατάξεως στην πράξη θέλω να επισημάνω ότι το πιο σημαντικό πρόβλημα της ελλιπούς και κακότεχνης διατύπωσης της (διάταξης) είναι ότι ΔΕΝ  καθιερώνει διακοπή της πενταετούς παραγραφής του άρθρου 10 παρ. 2 του Ν. 489/1976, με ό,τι αυτό συνεπάγεται μέχρι την παρέλευση της τρίμηνης προθεσμίας πριν από την οποία δεν επιτρέπεται η άσκηση αγωγής.
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η εν λόγω διάταξη θα είχε ενδεχομένως ένα  νόημα εάν το Επικουρικό Κεφάλαιο ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει εντός τριμήνου και εφόσον απαντούσε θετικά πλήρωνε άμεσα τη ζημία, καθώς και εάν δεν απαντούσε εντός τριμήνου θα είχε σημαντικές κυρώσεις. Όμως κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται. Έτσι τελικά το μόνο που με βεβαιότητα εξασφαλίζει η εν λόγω διάταξη είναι την μονομερή δυνατότητα εκ μέρους του Επικουρικού Κεφαλαίου να γνωρίζει προκαταβολικά και πριν από την άσκηση της αγωγής όλα τα αποδεικτικά μέσα του αντιδίκου του.
Εξάλλου η … προκλητική … δυνατότητα που δίδεται στο Επικουρικό Κεφάλαιο ακόμη και να μην απαντά στην αίτηση του παθόντα - παρακαλώ επιτρέψτε μου την πρόβλεψη ότι με το χρόνο θα γίνει «ο κανόνας» (λόγω φόρτου εργασίας, έλλειψης εξειδικευμένων υπαλλήλων στα πλαίσια του περιορισμού των εξόδων κ.λ.π.) - όχι μόνο θα ματαιώσει κάθε ελπίδα επίτευξης του σκοπού που υποτίθεται ότι υπαγόρευσε την θέσπιση της διάταξης (δηλαδή κατά τον κ. Αθ. Κρητικό την ενδεχόμενη ικανοποίηση του παθόντα με συμβιβασμό, την ματαίωση της προσφυγής στο δικαστήριο και την απαλλαγή του παθόντος από την ανάγκη να συντάξει, επιδώσει και καταθέσει αγωγή, δηλαδή απαλλαγή από πράξεις που συνεπάγονται έξοδα), αλλά αντίθετα θα καθυστερεί αδικαιολόγητα τον παθόντα στην άσκηση των δικαιωμάτων και στην απόληψη της αποζημίωσής του, θα τον φορτίζει ψυχολογικά και θα τον επιβαρύνει με επιπλέον έξοδα για την σύνταξη της αίτησης και την προετοιμασία του φακέλου του.
Αναφορικά με τον εάν το Ε.Κ. ενδιαφέρεται τελικά στην πράξη να προχωρήσει σε εξώδικους συμβιβασμούς και να ματαιώνονται άσκοποι και πολυέξοδοι δικαστικοί αγώνες θέτω υπόψιν σας ότι ήδη το Ε.Κ. δεν δέχεται αιτήσεις υπογεγραμμένες από πληρεξουσίους δικηγόρους εάν δεν συνυπογράφονται και από τον αιτούντα αποζημίωση, ή δεν συνοδεύονται από ρητή έγγραφη εξουσιοδότηση θεωρημένη για το γνήσιο της υπογραφής του παθόντος, θέτοντας νέα διαδικαστικά  προσκόμματα στην εφαρμογή της διάταξης, που επιτρέπουν εύλογα να υποθέτει κανείς ότι προφανώς το Ε.Κ. δεν επιθυμεί ή σε κάθε περίπτωση προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποφύγει την εμπλοκή του δικηγόρου στο στάδιο αυτό ώστε να είναι πλήρως απροστάτευτα ή το ολιγότερο ευάλωτα τα δικαιώματα του παθόντος- ζημιωθέντος -αιτούντος την αποζημίωση.

Παραθέτω δύο μόνον παραδείγματα από ότι ήδη αντιμετώπισαν οι συνάδελφοί μας ή θα αντιμετωπίσουν στην πράξη για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος των πρακτικών προβλημάτων που δημιουργεί η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης:

Παράδειγμα 1ον.- Ανυπαίτιος οδηγός δικύκλου μετά από σύγκρουση με ανασφάλιστο Ι.Χ.Ε. υφίσταται βαρύτατες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις και παραμένει επί 1 μήνα στην εντατική διασωληνωμένος χωρίς επαφή με το περιβάλλον μεταξύ ζωής και θανάτου με πρόβλεψη των ιατρών ότι εάν τελικά επιβιώσει θα παραμείνει μόνιμα ανάπηρος μη δυνάμενος να ασκήσει το προηγούμενο επάγγελμά του ούτε και κάποιο άλλο. Οι οικείοι του πληροφορούνται από τον δικηγόρο τους την δυνατότητα και εκφράζουν την επιθυμία τους να ασκηθεί αγωγή αποζημίωσης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από το άρθρο 932 Α.Κ. και για αποζημίωση από το άρθρο 931 Α.Κ. δικαιώματα τα οποία κληρονομούνται μετά θάνατον, ως γνωστόν, μόνον υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι η αγωγή έχει ήδη ασκηθεί όσο ο παθών ήταν στη ζωή. Ο παθών δεν μπορεί αντικειμενικά να δώσει εξουσιοδότηση σε δικηγόρο ενώ για να τεθεί υπό δικαστική συμπαράσταση Α.Κ, 1666 & επ. Α.Κ. γνωρίζετε όλοι σας πολύ καλά τη διαδικασία και το χρόνο που θα απαιτηθεί κατά τρόπον ώστε να κινδυνεύει σοβαρά να απωλεσθεί η άσκηση αυτών των δικαιωμάτων του.


Παράδειγμα 2ον.- Παράσυρση πεζού - θάνατος στις 20.01.2008 από οδηγό οχήματος ασφαλισμένου σε εταιρία που ανακλήθηκε η άδειά της. Η χήρα του θανόντος από 2ο γάμο ασκεί αγωγή αποζημίωσης κατά της ασφαλιστικής εταιρίας και τελικά αποζημιώνεται από το Ε.Κ, μετά την έκδοση της πρωτόδικης οριστικής απόφασης. Η κόρη του θανόντος από τον πρώτο του γάμο πληροφορείται το δικαίωμά της να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως για πρώτη φορά τυχαία στις 10.01.2013 στα πλαίσια της ποινικής δίκης. Το δικαίωμά της παραγράφεται στις 20.01.2013. Σύμφωνα με τη διάταξη πρέπει να υποβάλλει έγγραφη αίτηση στο Ε.Κ. με την απαίτησή της και τα έγγραφα που την δικαιολογούν και την αποδεικνύουν και να περιμένει επί τρεις μήνες να απαντήσει ή να μην απαντήσει το Ε.Κ. Εν τω μεταξύ δεν μπορεί να ασκήσει αγωγή και το δικαίωμά της παραγράφεται στις 20.01.2013 λόγω παρέλευσης της πενταετούς παραγραφής του άρθρου 10 παρ. 2 του Ν. 489/1976.

Για την  οικονομία της εισηγήσεως θα αποφύγω να υποδείξω πιθανές λύσεις στους εμπειρότατους συναδέλφους - συνέδρους αφήνοντας περιθώριο για τυχόν ανάπτυξη των λύσεων στα πλαίσια των παρεμβάσεων-ερωτήσεων.

Α.- Ως προς το δεύτερο σκέλος της εισήγησής μου:
Με το άρθρο 3 παρ. 3 του Ν. 2837/2000 που αντικατέστησε το άρθρο 19 παρ. 2 του Ν. 489/76 προβλέπονταν η τοκοφορία εις βάρος του Επικουρικού Κεφαλαίου με ποσοστό 6 % και θεσπίζονταν ευνοϊκότερη ρύθμιση για το εν λόγω ν.π.ι.δ.  σε σχέση με τον αντίδικό του και τους λοιπούς διαδίκους.
Το νομικό αυτό θέμα αναδείχθηκε για πρώτη φορά στο τριήμερο συνέδριο που διοργάνωσε η ΕΝΑΔΙΑΒΕ υπό την αιγίδα του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης στις 5,6&7/12/2008 από τον Δικηγόρο Θεσσαλονίκης και Γενικό Γραμματέα της ΕΝΑΔΙΑΒΕ κ. Κων/νο Ταρνατώρο ο οποίος στα πλαίσια μιας εξαίρετης επιστημονικής εισήγησης άρτια τεκμηριωμένης και εμπεριστατωμένης όχι μόνον φώτισε όλες τις πτυχές του, αλλά υπέδειξε και πρακτικές λύσεις στους συνέδρους δικηγόρους για να ξεπεράσουν το εμπόδιο και να επιτύχουν την καταβολή των αποζημιώσεων εκ μέρους του Ε.Κ. με το νόμιμο τόκο υπερημερίας και όχι με το προνομιακό επιτόκιο του 6 %.
Την άκρως ενδιαφέρουσα εισήγησή του ο κ. Κων/νος Ταρνατώρος παρουσίασε και σε συνέδριο των Αθηνών στις 8&9/05/2009 της Ένωσης Νομικών Δικαίου Ιδιωτικής Ασφάλισης & Αστικής Ευθύνης Τροχαίων Ατυχημάτων και η εισήγηση δημοσιεύθηκε στο βιβλίο με τίτλο «Θέματα Ιδιωτικής Ασφάλισης & Αστικής Ευθύνης από Τροχαία Ατυχήματα», Εκδόσεις ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ.
Λόγω του αυξημένου πρακτικού ενδιαφέροντος το θέμα διαπραγματεύθηκε και ο Δικηγόρος Αθηνών Ιωάννης Κωλέτης στα πλαίσια σχετικής εισήγησής του στο Πανελλήνιο Νομικό Συνέδριο που συνδιοργανώθηκε στην Πάτρα στις 24&25/09.2010 από τον Δικηγορικό Σύλλογο Πατρών και το περιοδικό ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (βλ. σχ. Επιθ.Συγκ.Δικ. 2010 σελ. 418-432).
Όπως ήταν επόμενο τις ορθές θεωρητικές προσεγγίσεις και αναλύσεις ακολούθησαν σειρά δικαστικών αποφάσεων ενδεικτικά μόνον αναφέρω τις Εφ.Θεσ. 829/2010 Επιθ.Συγκ.Δικ. 2010 σελ.390 & επ. (Δικηγόρος κ. Ταρνατώρος) Μον. Πρωτ.Αθ. 2763/2010 Επιθ.Συγκ.Δικ. 2010 σελ. 397 & επ. (Δικηγόρος κ. Κωλέτης), Εφ. Πειρ. 65/2011 Επιθ.Συγκ.Δικ. 2011 σελ. 461 & επ. Μον. Πρωτ.Αθ. 1058/2011 Επιθ.Συγκ.Δικ. 2011 σελ. 51 & επ. και παγιώθηκε και νομολογιακά η άποψη ότι η ρύθμιση της παρ. 3 του άρθρου 3 του Ν2837/2000 που καθορίζει το επιτόκιο σε βάρος του Ε.Κ. στο σταθερό ποσοστό 6 % ετησίως θεσπίζοντας έτσι ευνοϊκότερη ρύθμιση για το εν λόγω ν.π.ι.δ. σε σχέση με τον αντίδικό του, χωρίς μάλιστα η ρύθμιση αυτή να επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, είναι ανεφάρμοστη ως προσκρούουσα στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1και 25 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Μετά από την εξέλιξη αυτή και την χιονοστιβάδα της νομολογίας όπως είναι γνωστό με το άρθρο 4 εδ. γ΄ Ν. 4092/2012 αντικαταστάθηκε η παρ. 2 του άρθρου 19 του π.δ. 237/1986 όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 26 του άρθρου 37 του ν. 2496/1997 και θεσπίσθηκε εκ νέου ποσοτικός περιορισμός της ευθύνης του Ε.Κ. και ειδικότερα όσον αφορά τους τόκους που πρέπει να καταβάλει το Ε.Κ. προβλέπεται επί λέξει ότι:
«Οι τόκοι που, στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου, υποχρεούται να καταβάλει το Επικουρικό Κεφάλαιο υπολογίζονται σε κάθε περίπτωση με επιτόκιο έξι τοις εκατό (6%) ετησίως.»



Η διάταξη αυτή αναγνωρίζει υπέρ του Επικουρικού Κεφαλαίου ΕΥΝΟΪΚΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ, ως προς το θέμα της επιδίκασης τόκων, χωρίς, όμως, κάτι τέτοιο, να δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Κι’ αυτό γιατί, όπως ήδη παγίως γίνεται νομολογιακά δεκτό, ΤΟ ΑΠΛΟ ΤΑΜΕΙΑΚΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΔΕΝ ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ‘Η ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ και, συνεπώς, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παραβίαση του δικαιώματος των παθόντων από τροχαία ατυχήματα να απαιτήσουν και να λάβουν τόκους για τις αξιώσεις τους σε ποσοστό ίδιο με εκείνο που καταβάλλουν οι ιδιώτες.
Εξάλλου, δεν συνιστά τέτοιο λόγο δημοσίου συμφέροντος το γεγονός, ότι το Επικουρικό Κεφάλαιο, που είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, τελεί υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Κράτους.
Μετά ταύτα, σαφέστατο και αδιαμφισβήτητο καθίσταται το γεγονός, ότι η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 2 Π.Δ. 237/1986, όπως αυτή τροποποιήθηκε και ισχύει με την διάταξη του άρθρου 4 εδ. γ’ του Ν. 4092/2012, ΕΡΧΕΤΑΙ ΣΕ ΑΝΤΙΘΕΣΗ:
1.- Με τα άρθρα 4 παρ. 1, και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού µε αυτή αναγνωρίζεται υπέρ του Επικουρικού Κεφαλαίου ευνοϊκή μεταχείριση,
2.- Με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, αφού δεν προκύπτει, ότι υφίσταται λόγος δημοσίου συμφέροντος, που να καθιστά ανεκτή τη διαφοροποίηση αυτή.
3.- Με την διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, εν όψει του ότι επιβάλλεται προσβολή της περιουσίας του κάθε παθόντος - δανειστή του Επικουρικού Κεφαλαίου, χωρίς να γίνεται επίκληση σοβαρού λόγου δημοσίου συμφέροντος και
4.- Με την ήδη και συνταγματικώς κατοχυρωμένη (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος) αρχή της αναλογικότητας.
(Βλ. σχετικά, Μον. Πρωτ. Αθηνών 3941/29-11-2012 – Χαράλαμπος Σεβαστίδης – στην ηλεκτρονική έκδοση του Νομικού Περιοδικού «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ» και στις σκέψεις της ΟλΑΠ 4/2012, ΕΦΑΔ (2012), 578, ΧρΙΔ (2012), 440).
Ειδική αναφορά και μνεία θεωρώ ότι πρέπει να γίνει στην πρόσφατη απόφαση της ΟλΑΠ 4/2012 η οποία έκρινε ότι η ΕΡΤ Α.Ε. δηλαδή ένα πρόσωπο κατά την άποψή μου αυξημένου δημοσίου συμφέροντος σε σχέση με το Επικουρικό Κεφάλαιο ΔΕΝ απολαμβάνει των προνομίων του Δημοσίου ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγεται και το ποσοστό του τόκου υπερημερίας που καταβάλλεται από το Δημόσιο και το οποίο ανέρχεται σε 6 %, δηλαδή ποσοστό λιγότερο του ½ από εκείνο που υποχρεούται να καταβάλει ο οφειλέτης του Δημοσίου και το οποίο ισχύει και για όλους τους άλλους διαδίκους.
Παρακαλώ επιτρέψτε μου να κλείσω την παρούσα εισήγηση επαναλαμβάνοντας τη χθεσινή μου εκτίμηση - τοποθέτηση ότι η διάταξη του άρθρου 4 Ν. 4092/2012 στο σύνολό της πέρα από πρόδηλα αντισυνταγματική είναι και ιδιαίτερα άδικη, ανάλγητη και επικίνδυνη για την κοινωνική συνοχή και γαλήνη και φοβούμαι ότι μάλλον θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από όσα πιστεύουν ότι θα λύσει οι εμπνευστές της και για το λόγο αυτό πρέπει να καταργηθεί άμεσα είτε νομοθετικά είτε στην πράξη με την διαφαινόμενη πανηγυρική και ομόθυμη κήρυξή της ως ανεφάρμοστης και αντισυνταγματικής από το έσχατο προπύργιο της Δημοκρατίας το Δικαστή της ουσίας, είτε με την χρήση των διατάξεων του Κοινοτικού Δικαίου είτε με τη χρήση των διατάξεων του συντάγματος αλλά και κυρίως με γνώμονα το κοινό περί δικαίου αίσθημα και το κοινωνικό συμφέρον που πλήττονται βίαια και βάναυσα από την ψήφιση και τυχόν εφαρμογή της.  
Σας ευχαριστώ.